Η ταινία προβλήθηκε το φθινόπωρο του 2009, τους τελευταίους δηλαδή μήνες της παλιάς μας ζωής. Και διαδραματίζεται στην καλύτερη εποχή της παλιάς μας ζωής, λίγους μήνες δηλαδή μετά το ονειρικό καλοκαίρι του 2004. Το 2009 έλεγα για την ταινία: «Έχεις την αίσθηση ότι οι τέσσερεις φίλοι δεν θα σου πουν αυτό που θα σου πουν οι περισσότεροι, δηλαδή το κλασσικό: «Προς Θεού, μην με παρεξηγήσεις, εγώ δεν είμαι ρατσιστής». Έτσι, αν δεχθούμε ότι αν ακούσεις κάποιον να ξεκινάει με αυτή την φράση, ξέρεις πως αμέσως μετά θα ακολουθήσει σειρά ρατσιστικών σχολίων, οι τέσσερείς τους είναι ένα σκαλί πιο πέρα· και πράγματι είναι, όταν τους βλέπουμε να πειράζουν φραστικά έναν Αλβανό. Λίγες μέρες μετά όμως θα τον φωναξουν να παίξει μπάλα μαζί τους. Γιατί τελικά οι τέσσερεις ήρωες της ταινίας (αν και με κάποιες διαφοροποιήσεις μεταξύ τους) είναι σαν το συγκεκριμένο σκυλί της ταινίας: άκακοι. Ο ρατσισμός τους περιορίζεται στο γάβγισμα. Δαγκώματα τύπου Χρυσής Αυγής όχι μόνο δεν περιλαμβάνονται στο ρεπερτόριό τους, αλλά φαίνεται και ότι είναι ολότελα έξω από το χαρακτήρα τους. Ίσως είναι ένας τρόπος με τον οποίο θέλουμε να βλέπουμε τον εαυτό μας· ότι δηλαδή ακόμη κι αυτός που τον ρατσισμό του δεν θα τον καλύψει, αλλά θα τον φωνάξει ελεύθερα, έχει κατά βάθος χρυσή καρδιά· ότι ο ρατσισμός μας είναι τελικά επιφανειακός, αφού και σπίτι μας θα τον βάλουμε τον Αλβανό και αδελφός μας θα δεχτούμε, έστω με προσωπική συντριβή, ότι είναι».
Πώς μπορούμε να ξαναδούμε την ταινία το 2013; Πόσοι από τους τέσσερεις να ψήφισαν πέρσι Πλωμαρίτη; Δεν είναι προφανέστατα προνύμφες του ψηφοφόρου που εκτόξευσε την Χ.Α; Γιατί διάβασα την ταινία έτσι τότε και δεν με φόβησε τίποτε; Μήπως παραείδαμε με κατανόηση τον εαυτό μας; Μήπως το μεγαλύτερο κακό είναι πως θεωρούσαμε ότι ήμασταν άκακοι; Μήπως προτιμούσα να ζω σε μια χώρα που το αστείο είναι αστείο και τίποτα παραπάνω -σάμπως εγώ δεν έχω κάνει άλλωστε ιδιωτικά παρόμοια τέτοια;- και που εν πάση περιπτώσει ό,τι κι αν λέγαμε, κατά βάθος ήμασταν ψυχούλες;
Μα δεν θα μπορούσε να είχε μείνει όλο αυτό εγκλωβισμένο στα γαβγίσματα, στα ανέκδοτα, στην συνείδηση του ότι δεν κάνει να λέμε τέτοια και στα σοβαρά; Θα μπορούσε και θα έμενε, αν δεν ερχόταν η συνολική ανατροπή της ζωής μας. Αλλά όπως δεν ήταν νομοτελειακή εξέλιξη, δεν ήταν και κάτι που ήρθε από το πουθενά. Με ριζικά κλονισμένη την υλική συνθήκη που αποτελούσε τμήμα της ταυτότητάς μας, πολλοί από εμάς βρήκαν καταφύγιο σε ένα άλλο τμήμα της, προϋπάρχον και σιχαμένο, το οποίο από μουλωχτό μετατρέπεται τώρα απενοχοποιημένα σε κυρίαρχο. Ο Έλληνας του καλοκαιριού του 2004 μεταμορφώνεται στον Έλληνα της κρίσης. Αν τότε αρκείται να γιουχάρει τους «αράπηδες» στον τελικό των 200 μέτρων επειδή του στέρησαν λίγη φαντασιακή εκσπερμάτωση ακόμα, τώρα θα προχωρήσει στον Κασιδιάρη.
Είμαι στην Πορτογαλία, η εθνική έχει μόλις προκριθεί στον τελικό, αποχωρώντας από το γήπεδο Πορτογάλοι φίλαθλοι μας χειροκροτούν. Από δίπλα μου τους απαντούν με κωλοδάχτυλα και με «στον τελικό θα σας γαμήσουμε». Γαβγίζαμε και δεν δαγκώναμε όσο ήμασταν από πάνω. Αλλά κάτω από την ψυχούλα δεν αποκλείεται να ήμασταν πάντοτε σκυλιά.