Τα σχολεία διανύουν ανοιχτά τη 2η εβδομάδα τους, τα προαύλια γέμισαν παιδικές και εφηβικές φωνές, τα άγχη ξεχύθηκαν και πάλι, να τα προλάβω όλα, σχολείο και στο περιθώριο φροντιστήρια, ξένες γλώσσες, δραστηριότητες, βάρος ασήκωτο ώρες ώρες, και με την αγκύλωση του ελληνικού σχολείου να μαθαίνει όλα τα παιδιά με τον ίδιο τροπο, ενώ πια είναι κατακτημένη γνώση ότι όλοι οι άνθρωποι δεν γίνεται να μάθουν με τον ίδιο τροπο.
Διάβασα τις προάλλες το βιβλίο της Ελένης Γλύκατζη Αρβελέρ «Από μένα αυτά…» και σας αφήνω νυχτερινό σημείωμα, μια αποστροφή του λόγου της:
Οι γονείς στην Ελλάδα πιέζουν τα παιδιά τους να σπουδάσουν πάση θυσία, γιατί αυτό είναι η πρώτη τους προτεραιότητα και σε δεύτερη μοίρα άλλα πράγματα, που μπορούν να τα κάνουν καλύτερους ανθρώπους.
Αυτό συμβαίνει γιατί θεωρούμε ότι η εκπαίδευση κάνει τον άνθρωπο καλύτερο. Όμως αυτό δεν είναι κατ ανάγκη αλήθεια.
Σας ρωτώ, πριν από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, υπήρχαν κάποιοι περισσότερο μορφωμένοι και καλύτεροι γνώστες της αρχαίας Ελλάδας από τους Γερμανούς;
Οι γονείς καλό θα είναι να σταματήσουνε να λένε στα παιδιά τους «καλή επιτυχία» και να λένε «καλή ευτυχία», γιατί η διαφορά είναι τεράστια.
Ας πούμε λοιπόν καθαρά στα παιδιά: το πιο σπουδαίο πράγμα είναι να είσαι ευτυχισμένος. Τα άλλα θα έρθουν μόνα τους.
Πιστεύω ότι τα παιδιά αυτό αποζητούν, αλλά δεν το ομολογούν. Και εν τέλει, ας καταλάβουν οι γονείς ότι δεν είναι όλα τα παιδιά για το πανεπιστήμιο και ότι δεν είναι μειονέκτημα να σπουδάζει σε τεχνολογικά ιδρύματα.
Αν κάποιο παιδί διαβάζει τώρα αυτά που λέω, θα πρέπει να του πω και την δική μου ιστορία.
Όταν μπήκα στο πανεπιστήμιο, ήταν η πρώτη χρονιά που είχε γίνει διαχωρισμός των τμημάτων σε Φιλολογικό και Αρχαιολογικό - Ιστορικό.
Τα περισσότερα παιδιά επέλεγαν το Φιλολογικό, γιατί μετά είχαν σίγουρη δουλειά ως φιλόλογοι σε γυμνάσιο – ενώ με την Αρχαιολογία, τι σίγουρη δουλειά να υπάρχει εκείνα τα χρόνια;
Εγώ, παρότι προερχόμουν από ένα φτωχόσπιτο, με γονείς πρόσφυγες που είχαν έξι παιδιά, επέλεξα την αρχαιολογία.
Μάλιστα, μέχρι τότε στο αρχαιολογικό τμήμα δεν δέχονταν γυναίκες, και για καλή μου τύχη άλλαξε αυτό, εκείνο το έτος, και κατάφερα να μπω.
Γνωρίζοντας την συμφοιτήτριές μου, κατάλαβα ότι δεν είχανε κανένα οικονομικό πρόβλημα.
Ήμασταν περίπου είκοσι παιδιά και εγώ ήμουν η μόνη φτωχή.
Θυμάμαι έναν σπουδαίο καθηγητή μου, τον Οικονόμου, που μου είπε: «Βρε Γλύκατζη, όλες αυτές εδώ που διάλεξαν την αρχαιολογία, δεν έχουν ανάγκη να δουλέψουν. Εσύ τι θα κάνεις;».
Χωρίς κανένα δισταγμό του απάντησα: «Εγώ κύριε καθηγητά, θα κάνω στη ζωή μου αυτό που θέλω και, για να το πετύχω, θα πουλώ λεμόνια στην αγορά της Αθήνας».
Ποιο είναι λοιπόν το συμπέρασμα; «Όπου υπάρχει ένα θέλω, υπάρχει και ένα μπορώ».