Βρίσκεστε εδώ:Αρχική>>Επιλεγμένα>>«Μια φάτνη ακόμα»: Ανέκδοτο σημείωμα της Βαρβάρας Βαγιάκου Βλαχοπούλου

banner roots

«Μια φάτνη ακόμα»: Ανέκδοτο σημείωμα της Βαρβάρας Βαγιάκου Βλαχοπούλου
17.12.2020 | 20:36

«Μια φάτνη ακόμα»: Ανέκδοτο σημείωμα της Βαρβάρας Βαγιάκου Βλαχοπούλου

Συντάκτης:  FM 100 Newsroom
Κατηγορία: Επιλεγμένα

Ένα Χριστουγεννιάτικο δώρο προς τον FM 100 από τη Βαρβάρα Βαγιάκου Βλαχοπούλου, τελευταίο έργο της οποίας είναι το βιβλίο με τίτλο «Ψιτ, ψιτ, ακούει κανείς;» που κυκλοφορεί στα βιβλιοπωλεία από τις Εκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη.

"Στενοχωριόμουν που δεν είχα παπούτσια
μέχρι τη στιγμή που αντίκρυσα κάποιον δίχως πόδια"
Λουντέμης

Η απογευματινή χειμωνιάτικη λιακάδα σημάδευε τα ψήγματα της θαλπωρής της. Σιγά σιγά και ταπενά την απορροφούσε ο κόρφος της αστρομαντινάδας τ'ουρανού.

Το λυκόφως υποχωρούσε. Το σκοτάδι είχε αρχίσει να σβήνει τις γραμμές κι η θάλασσα φλοίσβιζε με μελωδικούς ρυθμούς.
Η περιρρέουσα χαρά της αναμονής άπλωσε στην ατμόσφαιρα μια ευοσμία Χριστουγεννιάτικη. Οι τελευταίες παρέες των αγοριών με τις καράβες τους, έψαλαν τα κάλαντα, χουχούλιασαν τα ξυλιασμένα τους χεράκια και έκρυψαν ευλαβικά τα μπαξίζια τους στην τρύπα του καραβιού. Προφανώς οι μπαταρίες του έπνεαν τα λοίσθια και τα φωτάκια που στόλιζαν τα ξάρτια, αναβόσβησαν σα το λουμίνι του καντηλιού.

Το εικονοστάσι της θαλπωρής τους καλούσε.
«Τέρμα παιδιά τα μαζεύουμε, τέλειωσαν οι μπαταρίες σε λίγο δε θα βλέπουμε την τύφλα μας» είπε ο Κόμνας κι ο Αποστόλης συμπλήρωσε
«Άντε πάμε για τη μοιρασιά».
Όλος ο κόσμος δικός τους σα ψίχα ολόζεστου ψωμιού.

Ενα λαφρύ αγεροβόρι παγωμένο που φύσηξε ξαφνικά ανάγκασε και την άλλη παρέα αυτή των κοριτσιών να μαζέψουν τους σβώλους και τα γυαλενάκια τους και να πάρουν το δρόμο για τα σπίτια τους ρουφώντας τις μύξες τους.
Η Μαρία έκλεισε στη χούφτα της το δειλινό και πριν πάρει τη στροφή, γύρισε κι έκανε νόημα στο πρώτο αφρισμένο κύμα που έκαμε την εμφάνιση του, μη την ξεχάσει. Μέσα στου πελάγου τη βουή,απο χρόνια τώρα το είχε ξεχωρίσει. Ήταν αυτό που τη νανούριζε κάθε βράδυ! Έσκυψε και της ψιθύρισε κάτι...

«Σήμερα εγώ θα φέρω τη φάτνη στο σπιτικό σας».
Προς στιγμή αλαφροσκιάχτηκε. Μες την ανατριχίλα του σκοταδιού που βιάζονταν να θρονιαστεί έκαμε το σταυρό της.
«Χριστός γεννάται δοξάσατε» ψιθύρισε και συνέχισε το βάδισμά της... με την αδημονία του αναμενόμενου σχεδόν θρονιασμένη. Είχε εμπιστοσύνη στο κύμα της.Τη χάιδευε και τη νανούριζε απ'τα γενοφάσκια της και ποτέ της δεν τη ξεγέλασε. Με τα σημάδια του της έλεγε πάντα την αλήθεια!
«Θάλασσα δε σε άφησα ποτέ έξω απ' την ζωή μου!!».

Η νύχτα ανενόχλητη είχε σχεδόν πέσει κρύβοντας κατάρτια, αφρούς, Βενετσιάνικα τειχιά και ο Ρωμέικος γιαλός βούλιαξε στο σκοτάδι της. Ένα φως της ηλεκτρικής εταιρίας του Ντόντου μπρός στου Ραυτόπουλου τ' Αρχοντοσπίτι κι ένα στη γωνιά της Χαριτίνης , καρσί στην οξώπορτα της Μαρίας , φώτιζαν υποτυπωδώς.

Κοσκινίζοντας τις φωτεινές τους ραβδώσεις η Μαρία μαζεύτηκε στη θαλπωρή του σπιτιού της. Ζεστό ντυμένο γιορτινά, στολισμένο, μοσχοβολούσε παράδοση. Πανέτοιμο να δεχτεί τη γέννηση του Χριστού. Μια Βηθλεέμ στημένη με αγάπη από τους γονείς της και τη Νόνα το κυρα ΒΟΤΩ περίμενε να τους μαζέψει γύρω από τη φάτνη της.

Ο πατέρας γιατί αργούσε; Δεν το συνήθιζε. Ειδικά τη βραδυά τούτη της παραμονής την αφιέρωνε αποκλειστικά και χουβαρδάδικα στην οικογένειά του.

«Τον ειδοποίησαν να κατεβεί στο πρακτορείο» είπε η μητέρα (ήταν ναυτικός πράκτορας).
Οι τραγωδίες χτυπούν πάντα βράδυ, σα τον Ρόμελ, την αλεπού της ερήμου.... κάπου το είχε ακούσει και απο μόνο του έτρεξε να κάμει το πέρασμά του από το μυαλό της ξεσηκώνοντας ενα κύμα ανατριχίλας! Δεν είχε περάσει και πολύς καιρός από το ναυάγιο του Καπταν Ζούτη! Έτσι και τότε τον είχαν κατεβάσει στο λιμάνι άρον άρον μες την άγρια νύχτα.

Η ώρα περνούσε, η ανησυχία μεγάλωνε, και όταν πια μπήκε στην πόρτα το κλειδί, την ανησυχία αντικατέστησε ή απορία. Οι βηματισμοί στις σκάλες ήταν περισσότεροι του ενός ανθρώπου, ίσως δυό... ίσως τριών... ναι ήταν τρείς! Η πόρτα της θαλπωρής που εξέπεμπε μια μανταμενια σόμπα πετρελαίου άνοιξε και δειλά συνεσταλμένα, σχεδόν με το ζόρι μπήκαν μέσα δυο παληκαράκια Εικοσάχρονα θα τα έκαμνε ή πρώτη έκθαμβη ερευνητική ματιά.

Ευγενική φιλόξενη ακούστηκε ή φωνή του πατέρα. «Είναι ο Διαμαντής και ο Μιχάλης. Περάστε μέσα παιδιά μου, σαν στο σπίτι σας».
Η φαντασία των παιδιών άρχισε να ψάχνει που ήταν άραγε το σπίτι τους; Από που κουβαλούν την περιπέτειά τους; Σα ναυαγοί φαίνονται...

«Ελένη φέρε ρούχα να αλλάξουν τα παιδιά και στρώσε κρεββάτια να κοιμηθούνε. Θα μείνουν μαζί μας όσο χρειαστεί».

Τρία ζευγάρια παιδικά μάτια περιεργάζονταν, με άκομψη περιέργεια δύο, καλαμένια σκιάχτρα κουρελιασμένα, ξυλιασμένα, τρομαγμένα. Το βλέμμα τους είχε λίγο κάτι από τις φυσιογνωμίες του Ρέμπραντ. Το έρριξαν ντροπαλά πάνω στα τρία αδέρφια που περιεξεργάζονταν τα θετικά και αρνητικά της όλης σκηνής ,ενώ σχεδόν συγχρόνως με την προτροπή της Νόνας πλησίασαν τη μανταμένια σόμπα που έσφριζε από ζωντάνια και έξεπεμπε απολαυστική ζεστασιά. Η ίδια έπιασε τα ξεπετσιασμένα απο την κωπηλασία χέρια των αγοριών και τα έβαλε όσο πιο κοντά γινόταν πάνω απο το μαντέμι της σόμπας που έκαιγε.

Μια λύπηση, μια συμπόνια ένα αυθόρμητο συναίσθημα αγάπης πλημμύρισαν τις παιδικές ψυχούλες των τριών αδερφών και έχτισαν μέσα τους μια φάτνη να δεχτεί στη θαλπωρή της δύο παιδιά που χαροπάλευαν μια μέρα και δύο νύχτες σε μια βαρκούλα με κουπιά, μέσα σ' ένα άγριο φαρμακερό χειμωνιάτικο καιρό!

Ήταν κυριολεκτικά μουλιασμένοι. Ντύθηκαν, ζεστάθηκαν, έφαγαν μαζί τους στο γιορτινό τραπέζι, μαλάκωσε ή σκληράδα στα αλατισμένα τους πρόσωπα και ήταν φανερό πως διψούσαν για μια μπουκιά ήσυχο ύπνο!

Ένα χρόνο μετά.

Η Μαρία πήρε είδηση την ανησυχία της μάνας της και αποτίναξε τα ζεστά της στρωσίδια. «Δε νομίζω πως θα γίνει το δρομολόγιο» έκαμε ο έμπειρος πατέρας κι άρχισε να ετοιμάζεται. Ήταν ο πράκτορας. Έπρεπε να κατέβει στο λιμάνι, να λάβει γνώση με τον ασύρματο.

Στον κάτω όροφο η γιαγιά Ελισάβετ είχε ανάψει το βυσσινί κρεμαστό καντήλι της κάμαράς της να φωτίσει το φόβο της και γονατιστή στο κρεββάτι της έκαμνε μετάνοιες και μακρόσυρτα σταυροκοπήματα μπρος το εικονοστάσι.

Η Μαρία την πλησίασε.
«Μη φοβάσαι, Νόνα». (Ετσι την έλεγαν τα παιδιά). «Ο πατέρας είπε μάλλον θα ακυρωθεί το δρομολόγιο».
«Μακάρι, κορίτσι μου» και μπήκε στην κουζίνα να ετοιμάσει το πρωινό των παιδιών. Είχε πια ξημερώσει μια μέρα επανάσταση. Τ´αγεροβόρι ήταν βάρβαρο. Ό,τι έβρισκε μπροστά του το σήκωνε κι αλύπητα το χτυπούσε μές την αναστατωμένη πρωινή φύση. Τα κύματα είχαν καταβροχθίσει όλο τον γιαλό του Ρωμεϊκου, χτύπαγαν λυσσασμένα στα ριζά του Τεραίν και τ´απόνερα σέρνονταν ως το δρόμο. Ο Ουρανός θυμωμένος μετακινούσε σύννεφα προς το Βενετσιάνικο κάστρο σαν εξαγριωμένα στρατεύματα έτοιμα να επιτεθούνε τον εχθρό.

Στη σκάλα ακούστηκαν τα βήματα της μάνας που κατέβαινε αποφασιστηκά απο τον δεύτερο όροφο σα τον Μωυσή με τις δέκα εντολές. Ξωπίσω τα αδέρφια της Μαρίας.
«Δε θα ταξιδέψεις, μάνα, δε πρόκειται να σ´αφήσω να φύγεις. Ας αναβάλλουν τη βάφτιση για το Πάσχα, δεν έπεσε η ζάχαρη στο νερό» είπε τολμηρά και ηρέμησαν όλοι.

«Απο τη μεριά της αγοράς θα πάτε σήμερα στο σχολείο, παιδιά, αλλιώς θα σας μουσκέψουν τα κύματα».
Τα φίλησαν μάνα και γιαγιά και τα καταβώδωσαν αφού πρώτα βεβαιώθηκαν πως τα σκουφιά σκέπαζαν ικανοποιητικά τ´ αυτιά τους και τα κασκόλ ήταν σφιχτά δεμένα στα λαιμά τους.

Καθώς μάνα και κόρη γύρισαν πλάτη να μπούνε στο σπίτι, η ματιά τους έπεσε στην αχαλίνωτη τραμουντάνα που κάλπαζε στα κύματα και παρέσυρε στην εξουσία της σα καρυδότσοφλο την άμοιρη «κουρβέτα», όπως έλεγαν το συγγεκριμένο σκαρί του καραβιού που θα την ταξίδευε παρθενικά.
Μάνα και κόρη στάθηκαν βουβές σαν άδεια πανωφόρια μπρος στο θέαμα.Τα σωθηκά τους σπαρτάριζαν μεσα στο κενό τους.
Αυτό που έβλεπαν ήταν σκηνές απο την κόλαση.Το βαπόρι μια το κατάπινε ο Άδης... μια το επανέφερε σα μεθυσμένο κονσερβοκούτι στην απότατη έσχατιά του υψωμένου κύματος...  ως να πάρει πάλι την κατηφοριά του σέρφινγκ.
Πάει, χάθηκε, το ρούφηξε ο Ποσειδώνας... και πριν τελειώσει ο συνειρμός, να το πάλι στις επάλξεις. Αυτό γινόταν ρυθμικά πια, οι δυο γυναίκες συνεπαρμένες σταυροκοπιόταν ασυναίσθητα... ώσπου κάποια στιγμή αιώνας, το πλοίο πήρε τη στροφή του Κάστρου, με την ελπίδα ν´απαγκιάσει στο λιμάνι.

«Ήρθα για τη βαλίτσα, κυρά, μ´εστειλε τ´αφεντικό» ακούστηκε η φωνή του γνωστού χαμάλη πίσω απο τη πλάτη τους.
Μάνα και κόρη άρχισαν να τρέμουν.
«Α, εσύ είσαι του λόγου σου; Πως θα ταξιδέψει η γυναίκα με τούτον τον διαολόκαιρο μου λες; Τι λέει τ´αφεντικό σου;» έκαμε η κυρά υπερασπίζοντας την αχαμνή θέση της άβουλης κυρα Βοτώς.
«Μη φοβάστε. Τα σημάδια δείχνουν πως ο καιρός θα σπάσει ίσαμε το μεσημέρι. Ετοιμαστείτε και κατεβείτε, περιμένει τ´αφεντικό» είπε ο χαμάλης, φόρτωσε σε μια χειροοδηγούμενη καρότσα τη βαλίτσα και ξεκίνησε.
«Άλλο τίποτις έχει;» έκαμε με την αρμένικη προφορά του και κοίταξε τα γύρω του.
«Όχι όχι, την τσάντα της θα τη βαστά στο χέρι. Πήγαινε του λόγου σου, ερχόμαστε και μεις σε λίγο»
«Μην αργείτε, μόλις καλμάρει ο καιρός η μαούνα θα φορτώσει»

´Ηταν δυο το μεσημέρι που η Μαρία με κατακόκκινη τη μύτη, ξυλιασμένα χέρια πόδια, άνοιξε την βαριά ξύλινη οξώπορτα και όρμησε στα σκαλιά σα πεινασμένος λύκος. Η μυρωδιά της φασολάδας τής έφερε ευεξία. Ήταν τ´αγαπημένο της φαγητό.
Στο πλατύσκαλο του πρώτου ορόφου εμφανίστηκε κλαμένη αναστατωμένη η Ευθαλία η κοπέλα που βοηθούσε στις δουλειές.
«Μην τρομάξεις» της είπε. «Είναι καλά. Όπου να 'ναι θα τη φέρουν. Έστειλε μαντάτο ο κύριος»
«Πώς; Τι; Πού;». Βροχή έπεφταν οι ερωτήσεις της Μαρίας. Δε γνώριζε πως η Νόνα ειχε τελικά ταξιδέψει.
«Το πλοίο κάθησε στο Τηγάνι, έναν ύφαλο έξω απο το λιμάνι. Ναυάγησε»
Η Μαρία ένιωσε να καταρρέει.
«Ευτυχώς όλοι οι επιβάτες σώθηκαν» πρόλαβε και είπε η μάνα που εμφανίστηκε σκεπασμένη με μια χοντρή εσάρπα. Μόλις είχε γυρίσει από το λιμάνι, να προλάβει το σχόλασμα των παιδιών, μη νιώσουν την τρομάρα, το φόβο, την αγωνία που ένιωσε η ίδια όσο να δει τους ναυαγούς να βγαίνουν απο το βενζινοκίνητο καΐκι του λιμεναρχείου.

«Η Νόνα, πού είναι η Νόνα;».
«Ας είναι καλά τα παληκάρια που πρώτα όρμησαν στο μισοναυαγισμένο πλοίο μαζι με τον πατέρα και την έσωσαν» είπε η μάνα κι έκαμε το σταυρό της.

«Όπου να 'ναι τη φέρνουν. Τα έχει φροντίσει όλα ο πατέρας»

Ύστερα απο λίγο χτυπούσε επίμονα το χρυσό ρόπτρο της οξώπορτας.
Η Μαρία σα σίφουνας κατέβηκε δυο δυο τα σκαλοπάτια. Η πόρτα άνοιξε. Δυο παληκάρια κρατούσαν με ευλαβικό εκατέρωθεν αγκαζέ τη Νόνα. Τα ποδογύρια και τα μισοφόρια της ήτανε μουσκεμένα. Το ίδιο και τα δερμάτινα χειροποίητα μποτάκια της.
Ο Μιχάλης και ο Διαμαντής μουσκεμένοι κι αυτοί, όπως ακριβώς τους είχαν γνωρίσει πέρισυ σα τέτοιες μέρες την σήκωσαν στα χέρια, ανέβηκαν τα γνωστά σκαλοπάτια και την οδήγησαν δίπλα στη ζεστή μανταμένια σόμπα που εξέπεμπε την γνωστή τους ζεστασιά.
Τη ζεστασιά εκείνης της φάτνης που δεν ειχε καταλαγιάσει στις στάχτες της. Κρατούσε σπίθες για προσάναμμα της φετεινής.
Πλησίαζαν τα Χριστούγεννα του 195... και κάτι... όσο βαστούνε οι θύμισες.

 

 

Ακολουθήστε το limnosfm100.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Μοιραστείτε το

stenos400x400

 

youtube channel