Γράφει το πορτατίφ
νά σε ρωτήσω
έχεις νιώσει ποτέ
να αγαπάς πολύ ένα βιβλίο
που δεν σου άρεσε;
έχεις αντιληφθεί ξαφνικά
ότι πιάνει μια δυνατή βροχή
σε έναν μακρινό και άγνωστο πλανήτη;
της Μαρίας Πετρίτση
Δίπλα στα σπήλαια του Όρεγκον, στο Φορτ Ροκ και στο Πέισλεϊ. Εκεί θα ζούμε. Σε ένα ισόγειο σπίτι με κήπο και μια ξύλινη βεράντα με θέα προς την ανατολή. Τα πρωινά θα χαζεύουμε τον ποταμό Κολούμπια που θα μεταφέρει γιγάντιους κορμούς δέντρων, σάπια λάστιχα αυτοκινήτων και νεαρούς κάστορες που θα ακροβατούν από τη μια όχθη στην άλλη, και τα άσπρα σύννεφα στον γαλάζιο αμερικάνικο ουρανό. Θα χαιρετάμε τα ποταμόπλοια που δεν θα μας βλέπουν, θα τα βλέπουμε όμως εμείς και θα μας φτάνει. Θα ζούμε επιτέλους μια αμέριμνη, αληθινή ζωή. Αυτό που έλεγες πάντα. Θα έχουμε μάθει τις καλλιέργειες και τα αρδευτικά συστήματα της περιοχής και θα εξασφαλίζουμε την τροφή μας. Τα γύρω χωράφια θα είναι γεμάτα καλαμπόκια, γλυκοπατάτες, μαρούλια και ηλιόσπορο. Όλα θα τα περιποιούμαστε εμείς οι ίδιοι, με τα χέρια μας. Δεν θα μας νοιάζει να λερωθούμε. Θα τα πουλάμε μετά στη λαϊκή του Φορτ Κλάτσοπ, που θα γίνεται κάθε Τετάρτη δίπλα στο χειμερινό σταθμό ανεφοδιασμού και θα παίρνουμε φρούτα, παστό και όσπρια από κείνα που προτιμάς.
Από το Kizilkum
έχω μπει σ' ένα σάιτ και παρακολουθώ τα πλοία που πηγαινοέρχονται στα στενά έξω από το βανκούβερ. μακριά, στον βόρειο ειρηνικό. πιο συγκεκριμένα, ανάμεσα στην πόλη του βανκούβερ και το ομώνυμο νησί απέναντι. είναι άπειρα όσο πλησιάζεις στο λιμάνι, πιο αραιά όσο απομακρύνεσαι απ' αυτό. έχουν διάφορα σχέδια και χρώματα, ώστε να καταλαβαίνουμε αν πρόκειται για επιβατικό ή φορτηγό πλοίο, τάνκερ, αλιευτικό κλπ. δεν μπήκα τυχαία εδώ. ψάχνω ένα πολύ συγκεκριμένο πλοίο, στο οποίο κάνει το τελευταίο του ταξίδι πριν γίνει επισήμως καπετάνιος ένας παλιός μαθητής μου. τον είχα τριτάκι, ένα ζωηρό πιτσιρίκι που δεν το ικανοποιούσε η συνήθεια, και τώρα πλέει λίγο κάτω απ' τον πολικό κύκλο. δεν ξέρω το είδος του πλοίου ώστε να ψάχνω μόνο τα κίτρινα βέλη πχ, κι αυτό κάνει πιο δύσκολη την αναζήτησή μου, μιας και δεν υπάρχει φίλτρο του τύπου 'μεταφέρει εκκολαπτόμενο καπετάνιο' ή 'εδώ είναι αυτός που ψάχνεις'.
Γράφει ο kapakapamoiris
Με κοιτάζουν πάρα πολύ επίμονα. Mπορεί και απορημένα, πλέον. Δυο αξιοθαύμαστοι, ακούραστοι αυχένες στριμμένοι προς τα μένα τόσα χρόνια. Δεν ξέρω τι ακριβώς περιμένουν να δουν. Αυτές μείναν τριάντα (ούτε καν κλεισμένα) στην φωτογραφία. Εγώ που δεν κατόρθωσα να μπω στο κάδρο, φορτώθηκα εικοσιτόσα καλοκαίρια πριν καν προλάβω να πατήσω το κλικ. Φώναξα «ελάτε, σας κοιτάζει το πουλάκι», θυμάμαι ότι απάντησε «δεν κάνει και τίποτε άλλο όλη μέρα», αμαρτία να πεις πως είχε κι άδικο.
του Τσαλαπετεινού
Γυρίζοντας εκείνο το βράδυ στο σπίτι, στην κουζίνα βρήκα την κυρά- Ισμήνη. Φορούσε όπως πάντα το μαύρο κεφαλομάντηλο σφιχτά δεμένο και κάθονταν με τα χέρια σταυρωμένα στην ποδιά -μαύρη κι αυτή- και πότε πότε, χάιδευε με το ένα, τον καρπό του άλλου. Στο τραπέζι έστεκε δελεαστικό ένα μεγάλο πιάτο γεμάτο κομμάτια σπανακόπιτα που μας είχε φέρει. Δίπλα του, το αλουμινόχαρτο που το σκέπαζε, τούμπα κι ιδρωμένο. "Για το παιδί..." μού είπε αναστενάζοντας και προσπάθησα να θυμηθώ αν ήταν γιος, εγγονός ή δισέγγονος, ο Γρηγόρης που γιόρταζε δυο μέρες πριν, στις 25 Ιανουαρίου και με τις εκλογές και τη φούρια τους, τα κεράσματα μετατέθηκαν στις επόμενες μέρες.
Από το tongue in cheek
Απ΄ όταν πέθανε ο πατέρας μου, πάνε τέσσερα χρόνια και δύο μήνες, άρχισε να τηλεφωνεί όλο και πιο συχνά ένας από τους πιο καλούς του φίλους από τα Χανιά. Αρχικά για να εκφράσει τα συλλυπητήριά του του, στη συνέχεια για να μαθαίνει τι κάνει η μητέρα μου. Εγώ σπάνια ήμουν παρών στα τηλεφωνήματα, σχεδόν πάντα μιλούσε μαζί της. Όταν ερχόμουν και μου τά΄λεγε , την πείραζα και γελούσε, λέγοντας ότι είναι από ενδιαφέρον αλλά μετά λίγο πιο πονηρά παραδεχόταν ότι μάλλον από τότε, εδώ και 60 χρόνια, μπορεί και να ήταν ερωτευμένος μαζί της. Κι αναπολούσε τις εποχές του θρύλου της. Κι έβλεπες ένα άνθρωπο να χαίρεται και να χαμογελά γιατί αισθανόταν ζωντανός με ένα τηλεφώνημα.
Από το Gasireu
Αυτός ο ανομολόγητος πόνος. Κάτω από το υπογάστριο, που έπειτα απλώνεται αργά, βασανιστικά κι ανεβαίνει, μέχρι τη στιγμή, που το δυνατό του χέρι σε πιάνει από το λαιμό. Ναι, από το λαιμό και σε κολλάει στον τοίχο.
του Τσαλαπετεινού
Τρεις ώρες και βάλε, νωρίς το πρωί του Σαββάτου (24/1) στο πρακτορείο στον Κηφισό. Στα μπλε βρώμικα καθίσματα, κάτω από αλλεπάλληλα αναρτημένες αφίσες του Ποταμιού, περίμενα χαζεύοντας. Ετεροδημότες βιαστικοί στο δρόμο για τη χειμωνιάτικη κάλπη. Του Ναζιανζινού, την ανεπανάληπτη κάλπη. Έρχονταν με ταξί, με γιωταχι, με το λεωφορείο. Με μηχανές και παπάκια. Φορτωμένοι βαλίτσες, σάκους, ακόμα και μεγάλες νάιλον σακούλες παραγεμισμένες. Μετά από λίγο, επιβιβάζονταν κι έπειτα τα λεωφορεία αναχωρούσαν. Ο σταθμός άδειαζε, ησύχαζε, για να ξαναγεμίσει μετά από ώρα.
του kapakapamoiri
H μ ρα που ανακαλύπτ ις ότι το γκατ λ ιψ το πληκτρολόγιο, ίναι μια μαύρη μ ρα.Πρ π ι να συνηθίσ ις πια στην ιδ α πως όλ ς οι υπ ροχ ς λ ξ ις σωσίβια, χουν χαθ ί στην αφιλόξ νη θάλασσα μιας λ υκής σ λίδας.
γράφει το πορτατίφ
Περίεργο σαββατοκύριακο βροχερό, ποτέ δε θυμάμαι εκλογές με βροχή. Όλα τα άλλα όμως τα θυμάμαι. Γιατί πάλι θα γυρίσεις στο νησί να κυνηγάς κελεμπίες φαντασμάτων. Γιατί δεν είναι ότι πας να ψηφίσεις, ποτέ δεν πας στα αλήθεια για αυτό, αλλά να, είναι που θυμάσαι τους απόντες του Γραμματικού που γυρίστηκαν λίγο πιο κάτω από το σπίτι σου. Την καταραμένη παρέα έξι παιδικών φίλων να κάθονται την Κυριακή των εκλογών του '89 έξω από το εκλογικό κέντρο του Πασόκ. Εκεί ακριβώς που σε τραβολογούσε συνέχεια ο πατέρας σου. Τι ψάχνεις, για αναπαράσταση;
Φιλοξενία ιστοσελίδας Operon