Γράφει η Σταυρούλα Σκαλίδη
Έρχεται μια ώρα που οφείλεις στον εαυτόν σου όταν όλα καταρρέουν, να βρεις από την αρχή το κουράγιο να οικοδομήσεις μια καινούρια εμπιστοσύνη. Πρώτα προς εσένα και μετά προς τους άλλους. Ιδίως όταν αυτοί οι μαγικοί άλλοι τυχόν σε απογοητεύσουν. Είναι τότε που εισπράττεις πολλαπλάσια αποτυχία μέσα σου γιατί αισθάνεσαι ότι δεν στάθηκες άξιος να επιλέξεις το πού να δείξεις την εμπιστοσύνη σου.
Στέκομαι στη στάση του λεωφορείου με μια μικρή αμηχανία, κανονικά θα έπρεπε να χαζεύω τα διερχόμενα αυτοκίνητα και να περιμένω να στρίψουν μέχρι τα φώτα τους να πέσουν πάνω μου και να με τυφλώσουν, να παρατηρώ αν οι οδηγοί είναι μόνοι τους ή υπάρχει και συνοδηγός, αν είναι χαρούμενοι, σκεφτικοί ή απλά απορροφημένοι από την κίνηση, αν τσακώνονται, αν είναι εκνευρισμένοι ή γελάνε, αν χτυπούν με νευρικότητα το πάνω μέρος του τιμονιού περιμένοντας να ανάψει πράσινο, αν υπάρχει κανένας και στο πίσω κάθισμα. Ο ένας είναι αγρίμι, οι δύο φτιάχνουν πόλεμο, με τον τρίτο αρχίζουν οι αμοιβαίες υποχωρήσεις.
Είναι όμως αδύνατον να κοιτάξω σήμερα τα αυτοκίνητα, όλη μου η προσοχή είναι στραμμένη σε ένα ζευγάρι εικοσάρηδων, εκείνη έχει τα χέρια της περασμένα στις τσέπες του τζιν του, εκείνος δείχνει να της λέει αστεία, από εκείνα που κλείνουν μόνο με φιλιά, συνήθως πεταχτά, καμιά φορά με μεγαλύτερη διάρκεια. Δεν υπάρχουν αυτοκίνητα, δεν υπάρχει δρόμος, δεν ακούν κόρνες, δεν θα ξημερώσει ποτέ, είναι μόνο η νύχτα αυτή, που για τους υπόλοιπους μοιάζει μικρή. Προσπαθώ να θυμηθώ, πάει καιρός, όχι πολύς, αλλά αρκετός για να θολώσει το βίωμα.
Περίεργο, μου λες, προχθές το βράδυ που δε σήκωνες το τηλέφωνο τι έκανες, εκεί ήσουν, άρα δεν θέλεις, άρα το έχεις επιλέξει, θα μπορούσες, άρα δεν το ζητάς, μην το ζητάς, τώρα θα φύγεις πάλι.
Γράφει ο Silentcrossing
Ήταν μια δύσκολη εβδομάδα με δυσάρεστα νέα. Αρρώστησε ο φίλος μας, περιμέναμε με αγωνία τα αποτελέσματα και δεν είχαμε τίποτα να πούμε, ίσως γιατί την απάντηση την υποψιαζόμασταν από πριν, δύο εικοσιτετράωρα κάναμε χαζομάρες για να του κρατήσουμε το μυαλό απασχολημένο, στο τρίτο ήρθε η διάγνωση: θετική (δηλαδή όχι και πολύ θετική, αλλά οι γλωσσικές παραδρομές στα ιατρικά ανακοινωθέντα έχουν συχνά μια δόση ειρωνείας). Τον μαζέψαμε, τον κοιμίσαμε στα ζεστά, του φτιάξαμε σπιτικό φαΐ, αγκαλιαζόμασταν όλοι μαζί γιατί δεν ξέραμε τι άλλο να κάνουμε. Ήρθε η επόμενη μέρα και όλα ήταν καλύτερα γιατί πάντα όλα είναι καλύτερα την επόμενη μέρα, με φίλους και μουσική όλα είναι καλύτερα. Ήταν μια δύσκολη εβδομάδα μα τώρα είμαστε στην εθνική και τρέχουμε μακριά.
Γράφει ο kapakapamoiris
Κάθε Κυριακή πρωί μετά την λειτουργία, ο κύριος Μπράουν περπατά -όταν δεν βρέχει- ως το πάρκο που βρίσκεται εφτάμιση τετράγωνα μακριά από το σπίτι του. Το χειμώνα ντύνεται καλά, κασκόλ όμορφα περασμένο γύρω απ΄ τον φρεσκοξυρισμένο του λαιμό, ένα καμηλό παλτό αγορασμένο στις εκπτώσεις, παπούτσια με λαστιχένια σόλα (γυαλισμένα από το βράδυ του Σαββάτου), γάντια που μοσχοβολάνε ωριμασμένη δερματίλα.
Γράφει το πορτατίφ
Ο υψηλός στοχασμός. Ο ρεμβασμός.Ίσως αυτό λείπει από τη ζωή μας τούτες τις μέρες.
Να αφήσουμε λίγο στην άκρη το βάρος μας
κι όλη την παλιατζούρα που έχουμε φορτώσει.
Να μη φτάσουμε στον προορισμό μας.
Να βγάλουμε αλάρμ όπου βρούμε κι ύστερα να περπατήσουμε.
Να κάτσουμε σε ένα παγκάκι σιωπηλοί.
Να γείρουμε ελαφρώς το κεφάλι και να παρατηρήσουμε για λίγα λεπτά
όχι κάτι συγκλονιστικό, απλά τα στάχυα.
Γράφει ο kapakapamoiris
Κάθε μα κάθε μέρα εκεί γύρω στις πεντέμιση, βγάζει το καλώδιο της κεραίας από τον αποκωδικοποιητή, το σκαρτ πίσω από την τηλεόραση και τον αποκωδικοποιητή, τον αποκωδικοποιητή από το πολύπριζο. Αφήνει ωραία διπλωμένο το καλώδιο του σκαρτ πάνω στο μπράτσο του καναπέ (σαν να ήταν σεμεδάκι, μετά από σιδέρωμα) δίπλα ακριβώς στην τηλεόραση, αφήνει και τα άλλα καλώδια πεταμένα καταγής, στο πάτωμα.
Κάθεται για λίγο χαζεύοντας τη γαλάζια οθόνη με κάποιους παράξενους αριθμούς και σύμβολα να κολυμπάνε μέσα της. Πιάνει το κοντρόλ της τηλεόρασης, το αφήνει, πιάνει το κοντρόλ του αποκωδικοποιητή, το αφήνει, μπερδεύεται, απορεί, απελπίζεται. Κάθε απόγευμα η ίδια ιστορία, η εικόνα εξαφανίζεται και δίνει τη θέση της σε ένα απέραντο γαλάζιο εικοσιενιά ιντσών.
Ο βετεράνος Joey Johnson μετά από πολύ καιρό φρίκης και κτηνωδίας στο Αφγανιστάν, επέστρεψε στην πατρίδα του και άρχισε να ασχολείται σαν μανιακός με μηχανές – οι γιατροί υποστηρίζουν ότι ήταν ένας τρόπος να ξεδώσει και να αφήσει πίσω του όλα όσα είδε και έζησε.
Γράφει το πορτατίφ
οι άνθρωποι αμίλητοι στις αποβάθρες υπακούν σε αρχιτέκτονα η πέτσα δεν τσιμπιέται κοίτα πώς περπατούν μαζί τις κουβαλούν τις πολυκατοικίες τους
Γράφει ο Μιχάλης Τζάνης
Στο κέντρο της πόλης Βούπερταλ, κάπου στην βόρεια Ρηνανία Βεστφαλία, έπινα τον καφέ μου με τη γυναίκα και την κόρη μου. Μπροστά μας, μια βουλγάρικη μπάντα του δρόμου τα έδινε όλα, μπας και οι βιαστικοί περαστικοί φιλοτιμηθούν και δώσουν χαρτζιλίκι.
Το καπέλο που είχαν τοποθετήσει επιδεικτικά μπροστά τους, σχεδόν άδειο, έως την στιγμή που μια κυρία που έσπρωχνε το καροτσάκι ενός ηλικιωμένου κυρίου, σταμάτησε μπροστά από την μπάντα.
Τους κοίταζε με νοσταλγία, με όσο πάθος θα μπορούσε να έχει μείνει σε ένα ανήμπορο πλέον κορμί. Ξαφνικά άρχισε να κλαίει. "Όχι ρε πούστη μου" ψέλλισα. Πλησίασα και ρώτησα την συνοδό γιατί κλαίει. Μου απάντησε πως ήτανε διευθυντής σε ορχήστρα και δάσκαλος μουσικής και πως πλέον ζει σε γηροκομείο μόνος του.
"Όλα είναι ήσυχα εκεί, κανένας ήχος, καμιά μουσική. Είμαι κλεισμένος σε ένα δωμάτιο με συντροφιά τη σιωπή", μου είπε... Του έπιασα το χέρι και του ευχήθηκα καλή συνέχεια. "Από πού είσαι;" με ρώτησε, "Από Ελλάδα, κύριε" απάντησα.
Μου χαμογέλασε..."Τεοντωράκης-Χατζιντάκης" είπε χαμηλόφωνα και τα μάτια του έλαμψαν, έστω για ένα δευτερόλεπτο.
Για ένα δευτερόλεπτο ήτανε και πάλι νέος, ήταν διευθυντής στην ορχήστρα του και με πάθος ερμήνευε μεγάλους δημιουργούς. Γυρνώντας προς την γυναίκα και την κόρη μου, η άκρη του ματιού μου έπεσε στο καπέλο της μπάντας.
Ήταν γεμάτο, όπως γεμάτη ήταν και η ψυχή του παππού. Μέσα σε λίγα, πολύτιμα, δευτερόλεπτα, μια ολόκληρη ζωή καλύπτεται πλέον σε μια μόνο φράση "σε ένα γηροκομείο μόνος, με συντροφιά τη σιωπή".
Πηγή: Protagon
Από το part II
Καθίσαμε στο πίσω μέρος ενός άλλου τάφου. Έκανε πολύ κρύο φέτος. Μπορεί έτσι να ήταν και πέρσι, δε θυμάμαι. Μερικές φορές δε θυμάμαι πότε ήταν το πέρσι. Άλλες δε θυμάμαι γιατί ήμασταν πάλι εδώ πέρσι. Ακόμα αναρωτιέμαι γιατί ερχόμαστε εδώ. Κάθε χρόνο ζητάω από τη Χ. να πει ένα τραγούδι. Θέλω να λέμε τραγούδια για σένα. Μπας και μας ακούς, να δεις που τραγουδάμε. Που δεν το βάλαμε κάτω. Με το βλέμμα μας κολλημένο σε αυτή τη φωτογραφία που είσαι τόσο όμορφος αλλά τόσο παγωμένος η χ. ξεκίνησε να τραγουδάει. Ακούμπησα το κεφάλι μου πάνω της και εκείνη μου ψιθύρισε μυστικά δε θα γυρίσεις πια.
Φιλοξενία ιστοσελίδας Operon