Από το part II
Καθίσαμε στο πίσω μέρος ενός άλλου τάφου. Έκανε πολύ κρύο φέτος. Μπορεί έτσι να ήταν και πέρσι, δε θυμάμαι. Μερικές φορές δε θυμάμαι πότε ήταν το πέρσι. Άλλες δε θυμάμαι γιατί ήμασταν πάλι εδώ πέρσι. Ακόμα αναρωτιέμαι γιατί ερχόμαστε εδώ. Κάθε χρόνο ζητάω από τη Χ. να πει ένα τραγούδι. Θέλω να λέμε τραγούδια για σένα. Μπας και μας ακούς, να δεις που τραγουδάμε. Που δεν το βάλαμε κάτω. Με το βλέμμα μας κολλημένο σε αυτή τη φωτογραφία που είσαι τόσο όμορφος αλλά τόσο παγωμένος η χ. ξεκίνησε να τραγουδάει. Ακούμπησα το κεφάλι μου πάνω της και εκείνη μου ψιθύρισε μυστικά δε θα γυρίσεις πια.
Γράφει ο kapakapamoiris
O κύριος Μπράουν κοίταξε απογοητευμένος το ξεφούσκωτο μπρος αριστερό λάστιχο του αυτοκινήτου του. Επί οκτακόσιες εικοσιμία ημέρες το αντίκριζε στην ίδια θλιβερή κατάσταση. Για οκτακοσιοστή εικοστή πρώτη ημέρα δεν θα πήγαινε στο σταθμό για να πάρει το τραίνο των εννέα και μισή. Σε λίγο θα στέρευε από δικαιολογίες.
Λεωφορεία στην μικρή τους βορινή πόλη δεν υπήρχαν και ο κύριος Μπράουν είχε να μπει σε ταξί δυο χρόνια. Συγκεκριμένα δυο χρόνια και τρεις μήνες ακριβώς, από εκείνο το πρωινό που η λατρεμένη του σύζυγος μπήκε σε ένα ταξί -με προορισμό τον σιδηροδρομικό σταθμό, για να επιβιβαστεί στο τραίνο των εννέα και μισή- λέγοντάς του «θα τηλεφωνήσω το βράδυ αγάπη μου» και έκτοτε δεν είχε νέα της. Μετά από οκτώ μήνες, ανήμερα των γενεθλίων της, το πήρε απόφαση πως δεν θα του τηλεφωνούσε. Και μίσησε τα χωρίς αέρα λάστιχα, τα ταξί και τα τρένα. Μ’ αυτήν ακριβώς τη σειρά.
Γράφει το Καραντί
Είναι κάποιες μέρες που βρέχει και θες να πατήσεις μέσα σε όλες τις λακούβες με τα βρωμόνερα, να πετάξεις κάτω την ομπρέλα και να σταθείς στη μέση του δρόμου. Χωρίς υπόστεγα και αδιάβροχα.
Είναι κάποιοι άνθρωποι που δεν τους ξέρεις σχεδόν καθόλου, κι όμως είσαι σίγουρος πως αν ζούσατε στην ίδια πόλη θα ήταν δίπλα σου κάτι πεθαμένα Σάββατα να πίνετε τζιν τόνικ και να ακούτε Μοσχολιού στη δια πασών, εδώ είναι ο παράδεισος κι η κόλαση εδώ. Χωρίς αναστολές και αμφιβολίες.
Γράφει το βυτίο
Μοιάζει με έκρηξη. Το παιδί που παίρνει φόρα και πηδάει απ’ το βράχο στη θάλασσα κρατώντας σφιχτά με τα χέρια του τα λυγισμένα γόνατα. Μπόμπα. Σηκώνεται ένα νερένιο μανιτάρι, ακούγεται ένας γδούπος, ένα τεράστιο ανθρώπινο βότσαλο στη θάλασσα και το νερό φτάνει ψηλά και καταβρέχει τους υπόλοιπους. Χαρά. Έχει καύσωνα, ήσουν κολλημένος στην κίνηση, ιδροκοπάς, φτάνεις, η άμμος καίει, πετάς τη μπλούζα όπως όπως και βουτάς τρέχοντας. Χαρά. Τέλειωσες τη δουλειά, το πουκάμισο σε στενεύει, η τσάντα είναι βαριά, κάθισες στο τραπεζάκι στον πεζόδρομο, ήρθε η παγωμένη μπύρα. Χαρά. Ξεκλειδώνεις, γυρνάς σπίτι μετά από κάμποσες ώρες, ο σκύλος έχει κολλήσει τη μούρη του στην πόρτα. Κουνιέται η ουρά του πέρα δώθε, κουνιέται και το σώμα του ολόκληρο.
Καθόμουν σε ένα παγκάκι στο πάρκο της γειτονιάς, μετά από μία δύσκολη μέρα στη δουλειά, χωρίς να κάνω τίποτα. Απλά κοίταζα ανέκφραστη το δέντρο απέναντι, ή τα παιδιά που έπαιζαν πιο πέρα, ή το νερό που ανεβοκατέβαινε στο βρώμικο σιντριβάνι. Απλά καθόμουν.
Κάποια στιγμή, ήρθε και κάθισε δίπλα μου ένας νεαρός. Πρέπει να ήταν γύρω στα τριάντα. Φορούσε μία χτυπητή κόκκινη μπλούζα, που έμοιαζε σαν να ήθελε να συγκεντρώσει όλα τα βλέμματα πάνω του, και ένα τζιν που ήταν σκισμένο σε κάποια σημεία. Χαμογελούσε με έναν τρόπο που με έκανε να νιώσω άβολα. Ενστικτωδώς, απομακρύνθηκα λίγο από αυτόν, μετακινήθηκα προς την άκρη, κρατώντας μία απόσταση ασφαλείας, απόσταση ευγένειας – όλοι αυτό δεν κάνουμε;
Γράφει η ouming
Μπορώ να το πω πια στα σίγουρα. Μια γαλλική μυτούλα μπορεί να σου αναστατώσει τη ζωή. Τη δική μου δηλαδή. Ήταν τόσο χαριτωμένη, τόσο χαρούμενη, τόσο πρόσχαρη, τόσο ανέμελη. Και τόσο φυσιολογική. Την υπογράμμιζε ένα μόνιμο γέλιο, από αυτά που γέρνει το κεφάλι πίσω, που πέφτουν τα μαλλιά στην πλάτη, από αυτά που ονομάζουν γάργαρα. Μπήκε στο μαγαζί εντελώς τη λάθος ώρα. Όλη μέρα προσπαθούσα να σηκώσω τη διάθεσή μου, μια μπλεκόταν η καλούμπα, μια δεν φύσαγε καλά. Αυτό, σκεφτόμουν, δεν θα το πετύχω ποτέ: αβίαστες οι κινήσεις, δεν υπήρχαν κόμποι στις χαιρετούρες με τους θαμώνες, με όλους μιλούσε, με το ίδιο γάργαρο γέλιο, με τα ίδια μαλλιά στην πλάτη. Κολλημένος στο τζάμι συρρικνωνόμουν, τα κόκαλά μου σαν τηλεσκοπικά, συμπτύσσονταν.
Γράφει ο kapakapamoiris
Την ακούω να ρωτάει «είδε κανείς τι καιρό θα κάνει αύριο; να ξέρω αν θα βάλω καλσόν ή όχι».
Το μυαλό, ειδικά του άντρα, είναι μόνιμα στο δρόμο. Στο φευγιό, στα σουρτούκια. Δεν θέλει πολύ, είναι φορές που και με τίποτε βολεύεται, για να αμοληθεί και να ταξιδεύει και να φυτρώνει εκεί που δεν το σπέρνουν. Ειδικά εκεί που δεν το σπέρνουν.
Να φεύγεις - αθόρυβα, σιωπηλά, χωρίς κραυγές, μακρόσυρτους αποχαιρετισμούς
Γράφει ο kapakapamoiris
Η πόλη μου είναι μικρή, την περπατάς από άκρη σ’ άκρη μέσα σε μισή ώρα, σαράντα λεπτά αν χαζεύεις κιόλας στη διαδρομή. Είναι -ακόμη- μια μικρή πολυτέλεια να μπορείς να περπατάς άσκοπα, παρατηρώντας πράγματα χιλιοειδωμένα που όσο περνάνε τα χρόνια αντί να σε μπουχτίζουν σου φαίνονται -κάποιες φορές- ως και άγνωστα, ίσως κι όμορφα. Ο δρόμος με φέρνει που και που σε ένα στενό, πλακόστρωτο, απ΄ τα μετρημένα που επιβίωσαν στην καρδιά της πόλης. Κόβω δρόμο, για να βγω από την μια άσφαλτο στην άλλη. Εκεί, μέσα σε μιαν αυλή που κάποτε φιλοξενούσε άλογα, ταπεινά μουλάρια και ένα χάνι (απ’ τα τρία, τέσσερα, που κοίμιζαν για μια νύχτα -συνήθως την παραμονή του μεγάλου παζαριού- όσους βουνίσιους είχαν κάτι να πουλήσουν ή να αγοράσουν), ξεφύτρωσε μια μέρα ένα μικρό μαγαζί -χαριτωμένο, ναι- που πουλάει σοκολάτες, μπισκότα και ζαχαρωτά.
Φιλοξενία ιστοσελίδας Operon