Γράφει ο kapakapamoiris
Tι κοιτάζουν, αν κοιτάζουν, δεν το ξέρει κανείς. Μόνον ο φωτογράφος, ίσως.
Μπορεί ένα μέρος που πνίγηκε κάποιος. Όχι απαραίτητα δικός τους άνθρωπος, όχι. Δεν χρειάζεται τόσο άμεση απώλεια για ν’ αποκτήσει νόημα η εικόνα. Κάποιος άγνωστος, παλιά. Πάρα πολύ παλιά. Τόσο παλιά που ούτε το νερό το ίδιο θυμάται την ιστορία του. Μπορεί να τον βρήκαν, μπορεί όχι. Ίσως τον κάναν παραμύθι, από κείνα που φτιάχνονται για να φοβίζουν τα παιδιά μέχρι να μεγαλώσουν. Μπορεί και να μη νοιάστηκε κανείς ποτέ γι αυτόν όμως, να ήταν μια απώλεια που πέρασε εντελώς άκλαυτη και απαρατήρητη. Αυτές οι ιστορίες είναι πολύ πιο φοβιστικές αλλά δεν ξέρω γιατί κατά βάθος ανακουφίζουν τους ανθρώπους. Ίσως γιατί νιώθουν πως η ορφανή απώλεια δεν τους αφορά.
Γράφει το καραντί
Νομίζω πως γενικά έχουμε αρχίσει να γινόμαστε εντελώς χοντρόπετσοι, προσπαθούμε συνέχεια να οδηγούμε γρήγορα να παρκάρουμε γρήγορα να πάμε στη δουλειά γρήγορα να δουλέψουμε γρήγορα να σχολάσουμε γρήγορα να ξεπαρκάρουμε γρήγορα να γυρίσουμε σπίτι γρήγορα να φάμε γρήγορα να γαμηθούμε γρήγορα να κοιμηθούμε γρήγορα να τα χωρέσουμε όλα μέσα στις μέρες που φεύγουν γρήγορα και τελικά οδηγείς ας πούμε σε έναν πολύ στενό δρόμο και περπατάει μπροστά σου μια ηλικιωμένη, γαμώ το κέρατό μου σκέφτεσαι από μέσα σου, δεν καταλαβαίνει ότι είμαι πίσω της και βιάζομαι, η γυναίκα συνεχίζει να περπατάει αργά, και όταν τελικά σε παίρνει χαμπάρι σου λέει συγγνώμη με μια γλύκα και ηρεμία που αποφασίζεις να μην ξαναβιαστείς χωρίς πολύ σοβαρό λόγο ποτέ ξανά.
Γράφει ο kapakapamoiris
Με σταματήσαν ένα, δυο, τρία κόκκινα, το τέταρτο το πέρασα -αφηρημένος και εγκληματίας- με κατάρες πεζών και εποχούμενων, το πέμπτο ήταν αδύνατον να το αψηφήσω. Όταν φτάνω εκεί πάντα κόβω ταχύτητα, γυρίζω από συνήθεια το κεφάλι ψηλά και δεξιά, να δω τι είδους άνθρωποι κάθονται έξω στα μπαλκόνια, τι σχήμα και μορφή έχουν, ανθρώπους δεν είδα ποτέ, κάμποσα χρόνια μετά μου είπαν σχεδόν συνωμοτικά (έτσι λέγονται αυτά, ποτέ φωναχτά) ότι κανείς δεν βγαίνει στο μπαλκόνι, αφού τα τριπλοκλειδώνουν, για να μη σε βάλει η ανοιχτή μπαλκονόπορτα σε πειρασμό. Ο σατανάς -μπορεί κι ο Θεός, που δοκιμάζει-λένε- τις αντοχές των ανθρώπων, σαν τεστ κατάταξης στην άλλη ζωή, αυτά που μουρμουρίζουν για ψευτοπαρηγοριά οι παπάδες και οι απελπισμένοι- το ‘χει χούι να κάνει αστειάκια, να σε τσιγκλάει just do it!, αυτό που οι παπουτσάδες κόπιαραν ξεδιάντροπα χωρίς να του ακουμπήσουν φράγκο τσακιστό για τα royalties αλλά ποιος διάολος δίνει δεκάρα για τα εύσημα και τον τραπεζικό λογαριασμό του, αυτά είναι για τους μέτριους θεούς των ακόμη πιο μέτριων που πιστεύουν σ’ αυτούς.
Γράφει το Καραντί
Ξαπλώνουμε για ύπνο, και έχω καδράρει μεγάλη άρκτο με σύνορα θάλασσα ουρανό τέντα κέδρο. Αυτές οι στιγμές έχουν αυτό το μαγικό, που είναι σαν αντλίες που αδειάζουν το κεφάλι σου από σκέψεις. Είναι σαν αυτό το σκοινί που έδεσε η γιαγιά στο πόμολο της πόρτας, επειδή χάλασε η κλειδαριά, για να μην ανοίγει. Αυτές οι στιγμές του καλοκαιριού κρατάν τη χαλασμένη πόρτα απ’ τα μυαλά μας κλειστή.
Γράφει ο kospanti
Ανήκω στον κατιμά. Κρέας φτηνό, φτωχό και άγευστο. Για να με βάλεις στο στόμα σου, άμαθος καθώς είσαι, θα πρέπει να με φλομώσεις μπόλικο μπαχαρικό. Η ζωή είναι ρουλέτα κι η μπίλια η δική μου πήγε και κάθισε στου διαόλου τη γκίνια. Βίος αβίωτος, στημένος και σικέ παπάς, τίγκα στους αβανταδόρους, σαν κι αυτόν που συνηθίζουν και παίζουν οι γέροι στο λιμάνι μπροστά απ' τα πρακτορεία. Ξέρω το δρόμο που μεγάλωσα με μάτια κλειστά. Κάθε λακκούβα και μπάλωμα της ασφάλτου. Σπίτια με μεσοτοιχίες τσιγαρόχαρτα, ο καθένας γνωρίζει απέξω το ροχαλητό του άλλου. Μέχρι τα δεκαοχτώ μου νόμιζα πως οι περισσότεροι είμαστε κάπως έτσι. Του ενός ο πατέρας άνεργος στη Ζώνη, του άλλου κατάκοιτος από εγκεφαλικό. Ο τρίτος ο χειρότερος, αγνώστου πατρός. Χαζός δεν ήμουν, γνώριζα πως κάπου μακριά υπάρχουν οι Άλλοι, μα πίστευα πως δεν θα τους συγχρωτιζόμουν ποτέ.
Γράφει η Ελένη Σταματούκου | Athensvoice
Δεν υπάρχει πιο ωραία πράξη από την ερωτική, τα φύλα αθροίζονται, οι φωνές αφαιρούνται, κι όταν πια η ηδονή πολλαπλασιάζεται, τα σώματα σα να μη γνωρίστηκαν ποτέ, σχεδόν απότομα διαιρούνται. Γυμνοί, σε ένα στενό κρεβάτι με το κεφάλι της πάνω στο στέρνο μου, και εγώ να βυθίζω τα χέρια μου μέσα στα μαλλιά της. Οι ακτίνες του ήλιου περνάνε μέσα από τις χαλασμένες γρίλιες και σχηματίζουν παραλληλόγραμμα πάνω στο γεμάτο κοιλάδες σώμα της. Το στήθος της λίγα λεπτά πιο πριν ήταν μέσα στο στόμα μου και εγώ γευόμουν την αρμύρα του, τώρα όμως κρύβεται ανάμεσα σε δυο άσπρα σεντόνια. Κοιτάζω τον εσταυρωμένο, αντίκρυ πάνω στον τοίχο να κρεμάται επί ξύλου από ντροπή για τις μαθηματικές μας πράξεις μας. Λίγο πιο ψηλά, στο ταβάνι ο προπολεμικός πολυέλαιος φανέρωνε τις τέλειες ατέλειες μας. Πιο χαμηλά, πάνω στα πλακάκια τα ρούχα μας κουβάρι, ότι απέμεινε από τον πόλεμο των σωμάτων, σανδάλια, ένα μπλε μακό, ένα καφέ παντελόνι και ένα φόρεμα με λουλούδια, τα εσώρουχα μας κάπου χαμένα κάτω από το κρεβάτι.
Από τα χαμένα επεισόδια
Αγαπητέ Γιώργο,
Σου γράφω για να σου ζητήσω συγγνώμη για τις προάλλες. Ξέρεις, είναι κάποιες μέρες που όλα πηγαίνουν στραβά, το λεωφορείο καθυστερεί το πρωί για την δουλειά και όταν έρχεται δεν βρίσκεις άδεια θέση, με αποτέλεσμα να μείνεις κολλημένος στη σελίδα 115 της Αριάγνης και αυτό να σε ενοχλεί ουσιαστικά περισσότερο από το στρίμωγμα, την ορθοστασία και την καθυστέρηση . Ύστερα στη δουλειά ο καφές θα χυθεί πάνω στα 100 χρόνια χαρτούρας και θα τρέχεις πανικόβλητος να καθαρίσεις το παχύ δέρμα της γραφειοκρατίας από μερικούς καφέ λεκέδες αληθινής ζωής, μετά θα χτυπήσει το τηλέφωνο για να σου πουν ότι έφυγε ξαφνικά από τη ζωή ένας συμμαθητής σου, η φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής θα κλαίει για εκείνον και θα φοβάται για εσένα – έτσι είναι συνήθως ο πόνος της απώλειας, μοιρασμένος, λίγο για αυτό που χάνεις και λίγο για εσένα που χάνεσαι.
του kapakapamoiri
-You’re not my eater
-I’m not your food
Γαμιόμαστε. Μεταφορικά. Το κυριολεκτικά δεν έχει πέραση. Ως και η επιθυμία -όχι μόνο για τη σάρκα, όχι- αδυνατίζει κάθε μέρα, σα να την τρώει καρκίνος ή να τη λιώνει το ζάχαρο. Σχεδόν ντρεπόμαστε να την ομολογήσουμε, αν το κάνουμε πασχίζουμε να ‘ναι χαμηλόφωνα. Για να μη τρομάξουν -αυτά τα ρετάλια επιθυμίας, τα ξέφτια των «θέλω» που επέζησαν- και κλείσουν την πόρτα πίσω τους για πάντα. Αν δούμε να το κάνει άλλος, τον επιτιμούμε με φωνή τελάλη, «ε όχι και να παραιτηθείς απ’ τις εφήμερες μικρές χαρές, ε όχι να αφεθείς στην αγκαλιά της παραίτησης και της σκουριάς, ε όχι να σε δένουν με σπάγκο οι ενοχές όπως οι λιλιπούτειοι τον Γκιούλιβερ, ε όχι!». Μετά που θα φανούμε λιοντάρια ξαναλουφάζουμε, για να τελειοποιήσουμε τον ψίθυρό μας.
Γράφει το βυτίο
Η γυμνή πλάτη. Στην παραλία, στο κρεβάτι, στην άκρη μιας μπάρας. Η γυμνή πλάτη του Ιουλίου είναι ένα μαύρο μπλουζάκι, τα όχι τελείως λεπτά τιραντάκια, μια τεράστια καμπύλη σαν κόλπος της Αμοργού και ύστερα η ατέλειωτη διαδρομή, μικρά βραχάκια – η σπονδυλική στήλη – από το πίσω μέρος του λαιμού μέχρι το χάος.
*
Φιλοξενία ιστοσελίδας Operon