Από τα Χαμένα Επεισόδια
25 Μαΐου
Το σπίτι της άντεξε και αυτόν τον χειμώνα, έστω και με ένα σπασμένο τζάμι, έστω και χωρίς κοτέτσι ή φασολιές στον κήπο. Οι τοίχοι καμιά φορά παραχωρούν την ανάμνηση σαν έναν ελάχιστο χαράτσι στην επιβίωση, τι θέλεις τώρα, να πέσουν οι τοίχοι για να γυρίσει εκείνη; Κατεβαίνω στην κουζίνα της, το πετρογκάζι δεν ξέρει κανείς να το ανάβει, άσε που δεν χρειάζεται και να ανάψει αν δεν είναι για να μαγειρέψει εκείνη. Τα παντζούρια μην τα ανοίγεις, ούτε εκείνη τα άνοιγε, τα φασόλια θέλουν σκιά για να διατηρηθούν. Τι σημασία έχει που δεν έχεις πια φασόλια, μην τα ανοίγεις, έτσι τα είχε εκείνη. Μην ακουμπάς τα βιβλία στη ξυλόσομπα, θα καούν, ας είναι κρύα, ας είναι σβηστή δυο χρόνια, έχει να ξεχρεώσει περασμένες φωτιές, ποτέ δεν ξέρεις πότε θα έρθει η ώρα της πληρωμής. Να ανέβουμε πάνω τώρα, την τελευταία φορά που την είδα ήταν στην αγορά, μετά το τρίτο τσίπουρο.
του kapakapamoiri
Όσην ώρα εκείνος ετοίμαζε συνεπαρμένος καινούριες αφηγήσεις για το αύριο -ή απλά μαστόρευε τις χτεσινές, που έχασκαν ετοιμόρροπες- τον κοίταζε αδιαφορώντας για τα μεγάλα του σχέδια ν’ αλλάξει (για μια φορά, ακόμη) τον κόσμο.
Έφτιαξε ένα τσιγάρο, με το τελευταίο χαρτάκι που βρήκε, και το ‘κανε να ριγήσει με το πηγαινέλα πάνω στο στήθος της. Το παθαίνουν και τα τσιγάρα κάποιες φορές αυτό. Ειδικά εκείνα τα στριφτά, που πρώτα περνάνε από στόμα, γλώσσα και χείλια πρόθυμα, πλημμυρισμένα από άγιο σάλιο. Θα ΄ταν δεν θα ΄ταν δυο λεπτά μετά, όταν φάνηκε καπνός. Πόσο παραπάνω ν’ αντέξει;
Γράφει ο kapakapamoiris
Τις αλλαγές στο σώμα σου τις βλέπεις σιγά σιγά, έρχονται τόσο διακριτικά -πες το και ύπουλα- που δεν παίρνεις χαμπάρι για πότε στρογγυλοκάθονται και δεν το κουνάνε ρούπι ακόμη κι όταν το πάρτι με τα ξενύχτια, τα μαρτίνι και τα ανέστια φιλιά σχολάσει. Έρχονται χωρίς δώρα, ούτε ένα μπουκάλι, ένα κουτί κεράσματα, ένα βιβλίο, ένα δισκάκι, τίποτε, με άδεια χέρια εμφανίζονται, με άδεια κάθονται σε μια γωνιά και σε κοιτάζουν λίγο περιπαιχτικά, λίγο ειρωνικά, απ’ την κορφή ως τα νύχια. Τα μόνα, φυσικά, που αργούν να υποταχθούν στην τραγική γοητεία αυτής της ματιάς. Τα μόνα που συνεχίζουν να μεγαλώνουν πάνω σου, ακόμη κι όταν όλα τ’ άλλα ζαρώνουν, συρρικνώνονται και αποδημούν, σε πείσμα της φθοράς.
Γράφει το Καραντί
Οδηγώ με το παράθυρο ανοιχτό, περνάω από το σημείο που σκοτώθηκε ο Αγγελόπουλος, στο ραδιόφωνο παίζει το όσο αγαπάω μένω πίσω, τα καζάνια, η ιχθυόσκαλα, οι φωτισμένοι γερανοί, η μυρωδιά της θάλασσας, το λιμάνι λίγο πιο πέρα κι εγώ ακόμα εδώ.
Τα φώτα στο Καβούρι ζωγραφίζουν γραμμές στη θάλασσα, το καλοκαίρι έφτασε αλλά ακόμα μοιάζει μακριά, περιμένω να ξαπλώσω δίπλα σου στην άμμο, περιμένω την πιο ήσυχη στιγμή όλου του χρόνου, όταν επιπλέω στη θάλασσα σαν αστερίας, και τα αυτιά μου είναι μέσα στο νερό. H σ υ χ ί α .
του kapakapamoiri
Μια που την είδε, μπαίνοντας μάλλον τυχαία στο θάλαμο προχτές, μου είπε πως μόνο ένα ζευγάρι μάτια έχει απομείνει. Δυο μάτια απιθωμένα σ’ ένα μαξιλάρι, ξαπλωμένα πάνω στο στρώμα, κάτω απ΄ τα φθαρμένα σεντόνια, σε ένα δημόσιο δίκλινο. Κι ένα μυαλό που τους βλέπει όλους γύρω της μα ξεκίνησε ήδη για αλλού, χαζά δεν είναι τα μυαλά των ανθρώπων όταν νιώθουν πως κάποιος αόρατος τους έβαλε το εισιτήριο στο κοκαλιασμένο χέρι. Το άλλο της το κρατάνε, με τη σειρά. Και τρίβουν με τους αντίχειρές τους το χάρτινο δέρμα της. Που όλο και κρυώνει, όπως η άμμος στην έρημο τα βράδια. Μέχρι να μην ξημερώσει κάποια στιγμή, που μπορεί και να ‘ναι μέρα μεσημέρι, όταν ο κόσμος έξω βράζει από ζωή και γέλια και σχέδια και φιλιά και απογοητεύσεις και αναποδιές και ακυρώσεις κι απ΄ όλα. Όρθιος όμως, στο δρόμο.
Aπό το Καραντί
Πόσο διαρκεί ένα σ' αγαπώ; φώναζες τότε στη μέση της Σταδίου, εγώ έτρεχα ζιγκ ζαγκ στη μέση του δρόμου, η τιράντα από το κόκκινο φόρεμα έφευγε λίγο απ' τη θέση της, ξημέρωμα στη Θεσσαλονίκη, τσακωμός, οι φωνές σου ακόμα αντηχούν στα αυτιά μου, σαν να μου είχε κοπεί η φωνή, ήθελα να σου φωνάξω, ρε μαλάκα που πας; μη φεύγεις ήθελα να σου φωνάξω, ήθελα, απ' το στόμα μου έτρεχαν δάκρυα, απ΄τα μάτια μου άμμος, ένα μήνα πριν τα πόδια μας μπερδεμένα κάτω απ' τα σεντόνια, σαν κάτι κλαδιά που μεγαλώνουν σαν πλεκτή κοτσίδα, έμεινα εκεί στην προβλήτα να κοιτάζω τη θάλασσα, έφυγες, ήθελα να γίνω αστροναύτης όπως ονειρευόμουνα μικρή, να σας βλέπω όλους από ψηλά, να 'σαι κι εσύ τόσο μικρός που να μπορώ να σε λιώσω με το δάχτυλό μου, κι εγώ να είμαι καμηλοπάρδαλη, να 'ναι τα πόδια μου τόσο ψηλά να μη με φτάνεις, κι ύστερα σ' εκείνον τον επιτάφιο στη Ρώμη δεν μου πέρασες καθόλου απ' τη σκέψη, δεν υπήρχες καν στη ζωή μου, και ζούσα ρε, μα πώς ζούσα;
«Να σκεφτούμε λίγο τη συμβολική του ονόματος: Ας φανταστούμε μια εικόνα. Μητέρα και κόρη βαδίζουν στο δρόμο και κάποια στιγμή ακούγεται μια φωνή: κάποιος φωνάζει το όνομα τους.
Όπως κάνουν όλα τα ζώα δηλαδή, θα τρώμε, θα γαμάμε και θα πεθαίνουμε νέοι. Στα 200 χιλιάδες χρόνια που υπάρχουμε έχουμε προσπαθήσει να μην είμαστε ζώα τα τελευταία 10 χιλιάδες και πραγματικά δεν φαίνεται να έχει δουλέψει καλά. Δηλαδή αν αφαιρέσεις τα κοκτέιλ, τα λολ, τα κινητά, το χύσιμο στο στήθος ή στο στόμα, τα McDonalds, το κάπνισμα, δεν μένουν και πολλά πράγματα που σε διαφοροποιούν από τα ζώα. Εγώ προσωπικά δεν έχω εντυπωσιαστεί.
Από το TheThreeWishes's
Καθόταν δίπλα μου στο θρανίο στα Αγγλικά. Την έλεγαν Τένα, εκ του Παρθένα. Λαϊκή οικογένεια, το σπίτι τους δυο βήματα απ’ το δικό μας. Ήταν ένα χρόνο μεγαλύτερή μου – εγώ έξι κι εκείνη επτά – και κάπως αυταρχική. Την θαύμαζα που ήξερε να γράφει μερικές λέξεις πάρα πάνω από μένα, αλλά και την φοβόμουν λίγο, επειδή είχε πάντα τον τρόπο να με κάνει να νιώθω τη διαφορά ηλικίας ανάμεσά μας ως αξεπέραστο εμπόδιo για ο,τιδήποτε άλλο μας αφορούσε.
Γράφει ο Αθήναιος
Αν ο θάνατος αφορά αυτούς που μένουν, τότε πρέπει να παραδεχτούμε πως η απώλεια είναι μια πολύ βολική κατάσταση. Είναι σαν εκείνα τα ντουλάπια των γερμανικών παραμυθιών το μέγεθος των οποίων αυξομειώνεται ανάλογα με τις βαθύτερες επιθυμίες και τις ανάγκες των κατόχων τους.
Φιλοξενία ιστοσελίδας Operon