του Kospanti
Θυμάμαι κείνα τα χρόνια που η άνοιξη δεν ήταν τεχνητή. Παιδί θα ‘μουν τότε ακόμα που την αντιλαμβανόμουν στο έμπα της, καθώς με νάρκωνε απ’ την πρώτη κιόλας μέρα με ένα γαργάλημα από άρωμα νεράντζι στα ρουθούνια. Έπαιρνα σεντόνια και μαξιλάρες, χαρτόκουτα, σκουπόξυλα, ό,τι άλλο μου βρισκόταν και έστήνα πρόχειρα αντίσκηνα στην αυλή του σπιτιού μου. Αγκάλιαζα το ραδιόφωνο, χάιδευα ένα φακό. Περνούσα τη νύχτα εκεί, κάτω απ’ τα αστέρια και κάτω απ’ το αντίσκηνο, ολότελα μέσα στις μυρωδιές του άνθους νεραντζιάς. Τώρα εγώ είμαι νεκρός από χρόνια κι η άνοιξη πουλιέται κι αγοράζεται στα ακριβά πολυκαταστήματα και στις κλειστές λέσχες των πλουσίων.
του Silentcrossing
Τα βράδια της άνοιξης πίνω κόκκινο κρασί. Κρατάω γερά το μπουκάλι, βγάζω τον φελλό με τα δόντια σε στυλ αμερικάνικου γουέστερν, πίνω κατευθείαν απ’ το στόμιο, με κατατρέχουν τα γεγονότα και το ηλεκτρονικό ολόγραμμα του Άδωνη, η απαίσια τσιρίδα μου πληγώνει τα αυτιά και ο σκύλος με κοιτάει με συμπόνοια. Σέρνομαι με τις παντόφλες στα μωσαϊκά, ανοίγω βαριεστημένα την τηλεόραση, παντού το ολόγραμμα, αλλάζω τα κανάλια με μανία. Στα διεθνή νέα, οι άστεγοι της Ιαπωνίας καθαρίζουν το κατεστραμμένο εργοστάσιο της Φουκοσίμα. Ένας κεφαλοκυνηγός φέρνει στους εργολάβους ανθρώπους που βρίσκει να κοιμούνται σε χαρτόνια, για λιγότερο από χίλιες λίρες το κεφάλι. «Δεν κάνω ερωτήσεις. Δεν είναι αυτή η δουλειά μου. Απλά τους βρίσκω, τους στέλνω να δουλέψουν και παίρνω τα λεφτά μου, αυτό είναι όλο» δήλωσε στο Reuters.
του kapakapamoiri
Εντάξει. Φύγε. Όλοι – καλά,όχι εσύ- μπορεί να φύγουμε μια μέρα. Εδώ άλλοι φεύγαν σωρηδόν πριν εκατό και πριν πενήντα χρόνια, περνάγαν Ατλαντικούς, βλέπαν την ανατολή καταμεσής σε Ινδικούς, ανεβοκατεβαίναν σε τρένα, οδηγούσαν με την τσίμπλα το μάτι σε κοτζάμ Γιουγκοσλαβίες. Δεν είναι δα και τραγικό. Τόσοι και τόσοι φύγαν (ή δεν γυρίσαν καν), ρώτα τους έναν προς έναν, μια χαρά είναι όλοι. Τίποτε δεν είναι ανεπανόρθωτο αφού μπορείς να ξανάρθεις. Και να μη ξανάρθεις όμως, άμα δεν έχεις -ή δεν λαχταράς- να δεις κανέναν (ή κάτι, έστω) εδώ, πάλι εντάξει είναι. Όπου γης πατρίς και τα σχετικά, τα μάθαμε. Καλά, σύμφωνοι, και τα home is where the heart is, κι αυτά τα μελωμένα τα μάθαμε. Παιδιά του κόσμου, έτσι κοροϊδευόμαστε πως ήμασταν οι σαραντακάμποσα και οι πενηνταφεύγα, σιγά μη χολοσκάσουμε για πέντε, δέκα, δεκαπέντε χρόνια, μια ζωή έξω. Είτε παιδιά αφήσεις πίσω, είτε φύγουν μαζί σου, είτε τα πας στο αεροδρόμιο και μένεις πίσω εσύ, είτε δεν υπάρχουν παιδιά στην εξίσωση, σιγά τον πόνο. Σήμερα είναι αλλιώς.
του kapakapamoiri
Δεν θυμάμαι ποιο καλοκαίρι ήταν όταν επιστρέφοντας απ’ τη δουλειά -αργά το απόγευμα- σταμάτησα στο μανάβικο να πάρω λίγα ροδάκινα. Αυτά ορέχτηκα εκείνη την ώρα, αυτά πήρα.
Πλήρωσα κι έφευγα όταν η μύτη μου ψυχοπιάστηκε, πλάι στην πόρτα. Ένα καφάσι γεμάτο πιπέρια πράσινα, με τρεις όλες κι όλες ντομάτες στην κορυφή. Που μοιάζαν αληθινές ντομάτες, όχι σκέτο ζουμί και σπόρια σκεπασμένα με κόκκινη φλούδα. Τις έπιασα μια μια, φοβήθηκα ότι ήταν τέτοιας λογής το άγγιγμα που αν μ’ έβλεπε κανείς θα κουνούσε το κεφάλι του υποτιμητικά, για την κατάντια κάποιων αρσενικών που χαϊδεύονται ξεδιάντροπα με ντομάτες αδιαφορώντας για τα βλέμματα τριγύρω.
του kapakapamoiri
Συνήθιζα -κάποτε- να διαβάζω πλάι στη θάλασσα, ανάμεσα σε βουτιές, τσιγάρα, γέλια και μπίρες. Γι αυτό όλες οι σελίδες μυρίζαν αντηλιακά, στάχτες, ζέστη και ξεθυμασμένο αφρό. Για σελιδοδείκτες είχαν άμμο. Σπάνια βότσαλα, γινόταν ασήκωτο το βιβλίο μετά και έπρεπε να το αφήσω πίσω..
του Kospanti
«Νεκροί δεν αξίζετε τίποτα,
μονάχα στους λόγους σας χρησιμοποιούν»
Ντάλτον Τράμπο
Πως βρέθηκα εδώ; Πόσος καιρός να ‘χει περάσει; Έχασα το φως μου, δεν βλέπω τίποτα κι ούτε μπορώ να μιλήσω. Το μόνο που καταφέρνω είναι να ακούω και να δέχομαι το άγγιγμα. Να κουνηθώ ούτε λόγος. Χτες άκουσα κάποιον πάνω απ’ το κρεβάτι μου να λέει πως οι σοβαρές κρανιακές κακώσεις προκάλεσαν εκτεταμένες βλάβες στην παρεγκεφαλίδα. Αυτός πρέπει να ήταν ο κύριος καθηγητής. Έτσι τον αποκαλούσαν όλοι, μια ομάδα ανθρώπων πάνω απ’ τον ανήμπορο άνθρωπο. Εμένα. Ο κύριος καθηγητής κι οι φοιτητές του είχαν έρθει να δούνε το φρικιό. Στάθηκαν από πάνω μου και μιλούσαν, άκουσα κάποιους να γελάνε, ένας είπε «τον κακομοίρη», μια κοπέλα αηδίασε στη θέα μου.
Γράφει το βυτίο
Οι κόρνες με ξύπνησαν. «Έλα, πάμε ρε παιδάκι μου» ακούστηκε από κάπου πίσω δεξιά η άγνωστη φωνή. Είχα μείνει ακίνητος, με νεκρά, κατεβασμένα παράθυρα και το ράδιο στο mute στο φανάρι της Πανεπιστημίου. «Άϊντε ρε. Κουνήσου λέμε». Έκανα νόημα, έβαλα πρώτη και ξεκίνησα.
Τη θυμόμουν Νοέμβριο του 2008 καθισμένη οκλαδόν στη μέση της Πανεπιστημίου. Είχε μια συναυλία αλληλεγγύης προς τους φυλακισμένους που είχαν εξεγερθεί σε όλη τη χώρα. Αυτή, ως συνήθως εκεί, οκλαδόν στο οδόστρωμα κάπνιζε και παρακολουθούσε τη συζήτηση της παρέας της. Το στένσιλ, παραφράζοντας το γνωστό σύνθημα, λέει «η ουτοπία είναι εδώ, κάτω απ’ τo τσιμέντο». Το στένσιλ δεν ξέρει να παραφράζει σωστά. «Η ουτοπία είναι εδώ, οκλαδόν πάνω στο τσιμέντο».
του kapakapamoiri
Ήταν ένας που κάθε χρόνο ονειρευόταν πότε θα ‘ρθει καλοκαίρι, να ‘βρει ένα δωμάτιο με τη θάλασσα πέντε μέτρα μακριά. Ας είναι και δέκα, όχι παραπάνω. Μετά τα τσιμέντα να πατήσω κατευθείαν άμμο ή βότσαλο. Να μετρήσω δέκα βήματα και να βρω νερό. Μπω δεν μπω. Με ήλιο ή με φεγγάρι. Να ακούω το κύμα. Να μ’ ακούει κι αυτό, τι σόι γείτονες είμαστε αν δεν μιλάμε ο ένας στον άλλον. Ανάμεσά μας τίποτε, δέκα ανεμπόδιστα βήματα μονάχα.
του Kospanti
Ήξερε καλά το πάθος και τη σαρκική απόλαυση, αυτά που τρελαίνουν τους άνδρες. Αποτέλεσμα πηγαίου ταλέντου, σοβαρής ενασχόλησης, εξάσκησης χρόνων κι αληθινής αγάπης για τη γνώση του σώματος. Του δικού της και των άλλων. Τους ψιθύρους με τα βρωμόλογα, τα σαλιωμένα χείλη, τις δερμάτινες σπιθαμές που ανατριχιάζουν στα πιο απίθανα σημεία του κορμιού. Ήξερε να ντύνεται και να βγαίνει και -Θέ μου- ήξερε να χορεύει! Ήξερε να φυσά τον καπνό στα μούτρα και να κουνά τον κώλο, να τον καρφώνει σα μαχαίρι στα μάτια και στο μυαλό. Ήξερε ακόμα τα μεθυσμένα πρωινά, τα μουτζουρωμένα μάτια από το κλάμα και το σπασμένο τακούνι. Έζησε τον καυγά και το βρισίδι, το σχισμένο καλσόν, το πασαλειμμένο κραγιόν και τα κοκκινισμένα μάγουλα από τις σφαλιάρες. Γνώριζε τα κτήνη γιατί γνώριζε το πάθος που δεν πρόφτασε να γίνει έγκλημα.
Φιλοξενία ιστοσελίδας Operon