Ξέρω! Κοιτάζεις την εικόνα και σκέφτεσαι κάτι που έχει αφετηρία τον ύπνο και καταλήγει στο θάνατο. Δικαιολογημένα. Φταίει βλέπεις το crop που επίτηδες έδιωξε τους άλλους επιβάτες γύρω της και την άφησε μόνη, να κοιμάται στα σκληρά τραπεζοκαθίσματα, σταβέντο, πλαισιωμένη από τις λευκές τους επιφάνειες. Εγώ πάλι στάθηκα πιο πολύ στην άγρια ουλή στο αριστερό της πόδι. Σκέφτηκα ότι κάποια στιγμή βρέθηκε ξαπλωμένη σε χειρουργικό τραπέζι επαρχιακού νοσοκομείου, με την ίδια γαλήνια έκφραση μετά από ολική αναισθησία, για εγχείρηση χιαστών συνδέσμων. Ή μηνίσκου. Φταίει βλέπεις που στα δώδεκα είχα διαβάσει σε σύντομο βιογραφικό σημείωμα για τον Ernest Hemingway μια φράση που έλεγε: “Είχε τόσες ουλές που μπορούσες να διαβάσεις πάνω στο σώμα του την ιστορία της ζωής του”.
Εμάς τους δυο μας χώριζε ένα τάβλι που μύριζε καπνίλα, σομπίλα, τσιγαρίλα άφιλτρη, ξέφτια του χειμώνα που πέρασε. Και τα μαύρα μας rayban, έστω κι αν ο ήλιος εξακολουθούσε να είναι χλωμός σαν να του ‘πεσε ξάφνου ο αιματοκρίτης στο 25.
Είχαμε καταλήξει στο καφενείο στον πλάτανο. Μη ρωτάς όνομα, κανείς δεν θυμάται πώς λένε τα καφενεία που είναι κάτω από έναν πλάτανο, όλα αβάφτιστα είναι. Λες «θα βρεθούμε στο καφενείο στο πλατάνι» και τέλειωσες. Ούτε χάρτες, ούτε δορυφόροι, ούτε GPS, ούτε ταμπέλες, τίποτε. Τυφλός να ‘σαι, πάνω του θα πέσεις.
Δεν πρόλαβε να την ανοίξει την Κυριακή, το έκανε Δευτέρα. Έπιασε πρώτα την εφημερίδα και διάβαζε για ώρες. Δε σήκωσε κεφάλι ούτε για να δει τα λιμάνια που έπιασε το καράβι. Λογικά πρέπει να διάβασε μέχρι και τα διανυκτερεύοντα φαρμακεία. Ύστερα έπιασε τα ένθετα έντυπα, ένα -ένα με τη σειρά και τα διάβασε με τον ίδιο ζήλο. Μόνο όταν φάνηκε ο Πειραιάς, τα μάζεψε όλα -εφημερίδα και ένθετα- και τα έβαλε στην τσάντα του. Ίσως γιατί ήθελε να τα πετάξει στην ανακύκλωση. Μπορεί όμως να τα κράτησε για να κάνει στο σπίτι πια, μια επανάληψη.
……
«Την επόμενη φορά». Δεν υπήρξε επόμενη φορά. Ποτέ. Πώς να το ξέρεις κάτι τόσο άγριο από τότε;
Προλάβαμε το φέρι των οκτώ αφού πρώτα μοιραστήκαμε τέσσερις μερίδες λουκουμάδες -οι τρεις με μέλι και τριμμένα καρύδια, ο άλλος με σιρόπι και κανέλλα- κι εφτά ποτήρια νερό. Ο Χάρης κουβάλαγε δυο κουτιά με σύκο και καρυδάκι γλυκό, παραγγελιά της αδερφής της σχωρεμένης της μάνας του. Η Μαρία ξετρύπωσε ανάμεσα σε χίλια δυο άχρηστα ένα μικρό ξύλινο σταυρουδάκι με σκοινένιο κορδόνι και το φόρεσε στο αριστερό της πόδι. Σωστή. Πόσους τελευταίους πειρασμούς πια να ξαναζήσει ο εσταυρωμένος στην ιερή γραμμή ανάμεσα στα στήθη της; Η Γιάννα πήρε ένα πακέτο τσιγάρα, για το δρόμο. Η Λένα ένα κρεμαστό καντήλι, μικρό, το ‘λεγες και όμορφο, «για να βρίσκεται». Κορίτσι για σπίτι, από πάντα.
Είμαι ύπουλος και πονηρός. Το παραδέχομαι! Βγαίνω μόνο βράδια Τρίτης και Τετάρτης. Όταν έχει μπάλα πάω για ποτό. Ο ανταγωνισμός στο φλερτ είναι μικρότερος. Ξέρω πως οι περισσότεροι άντρες είναι σπίτι τους, βλέπουν το ματς, πίνουν μπύρα, βρίζουν το διαιτητή. Έτσι έχω περισσότερες πιθανότητες να γνωρίσω κάποια γυναίκα στα μπαρ. Αν δεν είσαι αρκετά όμορφος όπως εγώ τότε το μόνο που μένει είναι να βάλεις μπρος τέτοια τεχνάσματα.
Στην παραλία του Φαλήρου μια γυναίκα μισόγυμνη καπνίζει. Η κίνησή της μοιάζει απελπισμένη και η ατμόσφαιρα θα ήταν «βαριά» αν δεν υπήρχε στο κάδρο ένα φεγγάρι να δείξει τον δρόμο, ίσως προς ένα καλύτερο μέλλον. Αυτός είναι ο πίνακας «Το κρυμμένο δάκρυ» που καταλαμβάνει ξεχωριστή θέση στην νέα έκθεση του Παύλου Σάμιου στην γκαλερί Σκουφά.
Γράφει το βυτίο
Ερωτευτείτε αυτόν που έγραψε: «Το αληθές απόβαρον ενός ανθρώπου ισούται με τις αγάπες, τον οίκτο και την αηδία που ένιωσε στη ζωή. Δύο μεγάλες αδικίες εγνώρισα: την φτώχια και την ερωτική καταφρόνια.»
"Καθώς στεκόταν μπρος στην τάξη της την Ε' δημοτικού, την πρώτη ημέρα του σχολείου η κυρία Τζοβάννα είπε στα παιδιά ένα ψέμα. Όπως οι περισσότερες δασκάλες, κοίταξε τους μαθητές της και είπε ότι τους αγαπούσε όλους το ίδιο.
Αλλά αυτό ήταν αδύνατον, διότι εκεί στην μπροστινή σειρά, βυθισμένο στο κάθισμά του ήταν ένα μικρό αγόρι, ο Μάνος Μανούσας. Η κυρία Τζοβάννα είχε παρακολουθήσει τον Μάνο την προηγούμενη χρονιά και είχε προσέξει ότι ο Μάνος δεν έπαιζε καλά με τα άλλα παιδιά. Τα ρούχα του ήταν τσαλακωμένα. Πάντα φαινόταν ότι χρειαζόταν μπάνιο. Και ο Μάνος μπορούσε να είναι πολύ δυσάρεστος.
Φιλοξενία ιστοσελίδας Operon