Έφυγες και πήγες μακριά,
σύννεφα σκεπάσαν την καρδιά,
σβήσαν απ’ τα χείλη τα τραγούδια,
γύρω μαραθήκαν τα λουλούδια.
Και τα δειλινά
μια φωνή μου ψιθυρίζει
μυστικά
δε θα γυρίσεις πια.
Ακόμα αναρωτιέμαι γιατί ερχόμαστε εδώ για να σε δούμε. Λένε ο χρόνος τα γιατρεύει όλα. Λένε ψέματα.
Στους μεγάλους δρόμους περπατώ,
με το βλέμμα μου σ’ αναζητώ,
λες κι αντιλαλούν τα βήματά σου
και ο πόνος με τραβάει κοντά σου.
Και τα δειλινά
μια φωνή μου ψιθυρίζει
μυστικά
δε θα γυρίσεις πια.
Ακόμα αναρωτιέμαι γιατί ερχόμαστε εδώ για να σε δούμε. Μερικές στιγμές σκέφτομαι αν μας βλέπεις έτσι που κλαίμε γύρω από τα μάρμαρα. Σκέφτομαι τι θα έλεγες.
Στα κλαδιά σωπαίνουν τα πουλιά,
έρημη η παλιά μας η φωλιά,
φύτρωσε στην πόρτα μας χορτάρι,
απ’ τα χέρια μου σ’ έχουνε πάρει.
Μα τα δειλινά
μια φωνή μου ψιθυρίζει
μυστικά
δε θα γυρίσεις πια.
Και μένουμε μόνες μας οι γυναίκες σου. Κλαίμε, αγκαλιαζόμαστε, πίνουμε χτυπώντας τα ποτήρια στο τραπέζι για σένα και λέμε αν. Τρία χρόνια είναι πάρα πολλά, τρία χρόνια ίσως να μην είναι αρκετά.