Την προηγούμενη εβδομάδα καλεσμένοι του Fm 100 ήταν οι «Νέοι των Καμινίων», σε μια συνέντευξη την οποία ακούσατε ραδιοφωνικά και διαδικτυακά.
Ο Σταύρος Φράττης και ο Παναγιώτης Καλτσής, έφτασαν με γεμάτα χέρια. Βουτηματάκια για τον καφέ και μια σακούλα «από την κ. Βαρβάρα με αγάπη».
Κι έτσι τώρα που σας γράφω, κάθομαι στη βεράντα στα ψηλά, δίπλα απ την ελιά που μεγαλώνει και την βουκαμβίλια που κι εκείνη απλώνεται βιαστικά κι ατίθασα, με το βιβλίο της κ. Βαρβάρας στα χέρια, το οποίο αντιστέκεται, προς το παρόν σθεναρά στον αφινιασμένο άνεμο.
Η μαρμελάδα βερίκοκο, φροντισμένη, περιποιημένη, γευστική και σπιτική, είναι ό,τι πρέπει το πρωί, πάνω σε φρυγανισμένο ψωμί, βούτυρο και καφέ. Ζεστό. Κι ας κάνει ζέστη. Ο καφές πάντα ζεστός.
Επιστροφή στο βιβλίο της κ. Βαρβάρας. «Διαδρομές στη Μύρινα 1940-1960. Περπατώ-θυμάμαι-Νοσταλγώ».
Ένα βιβλίο, γεμάτο ιστορίες και μνήμες μιας αθώας νιότης.
Οι τοποθεσίες, οι δρόμοι, τα κτήρια, οι καταστάσεις, τα βιώματα, οι άνθρωποι και οι συνήθειες του νησιού, είναι υπαρκτά, ξεδιπλώνονται μέσα από τις λέξεις και τις εικόνες του βιβλίου και φτιάχνουν ένα γαϊτανάκι νοσταλγικών αναμνήσεων.
Είναι οι αναμνήσεις της κ. Βαρβάρας, είναι δικές της, αλλά όσο συνεχίζεις την ανάγνωση συμβαίνει κάτι όμορφο. Κάποιες απ αυτές γίνονται σχεδόν και δικές σου κι ας γενηθηκες 15 χρόνια μετά από το τέλος της εποχής που περιγράφει. Ίσως γιατί αυτο που περιγράφει, στη μεταγενέστερη εκδοχή του, έστω, είναι και δικό σου. Οι περιγραφές της κ. Βαρβάρας συμπληρώνουν, προεκτείνουν κι έπειτα με λίγη φαντασία συνδέεις τους κρίκους, γεμίζεις τα κένα και το αποτέλεσμα είναι δικό σου.
Για δες, φτιάχνεις αναμνήσεις και με τη φαντασία σου…
Οι λέξεις στο βιβλίο της, με μαεστρία λογοτεχνική τοποθετημένες, πάντα μου άρεσε αυτό στη γραφή της κ. Βαρβάρας, είναι ο διάκοσμος στο κεντρικό πρωταγωνιστικό σκηνικό. Τη Λήμνο.
Ως αναγνώστης μπαίνεις στις ενδόμυχες σκέψεις και στα συναισθήματα της συγγραφέως κι εκεί συνήθως ανακαλύπτεις τον εαυτό σου αλλά και τον συγγραφέα, την εσωτερική σου αλήθεια, αλλά και τη δική του. Τη δική της.
Θέλω να σας πω και για τη χάρτινη σακούλα μέσα στην οποία η κ. Βαρβάρα έστειλε τα δώρα της.
Πάνω της ζωγραφισμένη με μολύβι η ιστορία. Σπάνιο, αλλά αυτή τη φορά το περιτύλιγμα είχε αξία.
Διακρίνω τα Καλάβρυτα. Τα Καλαβρυτα, ως τόπος μαρτυρίου και τραγωδίας. Ως τόπος σφαγής και θρήνου. Ο ματωμένος λόφος του Καπή και πάνω του χαραγμένη η ημερομηνία του εγκλήματος.
Το Δημοτικό Μουσείο Καλαβρυτινού Ολοκαυτώματος, τύπωσε πάνω σε σακούλες δώρων την πιο φρικτή πτυχή της σύγχρονης ιστορίας του τόπου.
«Μα σε σακούλα δώρων;» θα σκεφτεί κανείς! Ναι, σε σακούλα δώρων. Σε σακούλα δώρων, σε κούπες καφέ. Σε στολή του σκι για το γειτονικό χιονοδρομικό. Σε μπρελόκ. Σε μπλούζες. Παντού. Δεν υπάρχει για ένα έθνος, μεγαλύτερος εχθρός από τη λήθη. Δεν αποσιωπείς το παρελθόν σου και τον πόνο, όσο κι αν αντανακλαστικά θες να τον σπρώξεις στον καιάδα της λήθης.
«…ως να ρουφήξει η νύχτα το κατάρτι…
…ως να ρουφήξει τ Άγιονόρος τις πορφύρες…
…ως το θαλασσί μελιτζανί να γένει…
…ως το σκοτάδι να ρουφήξει τις σκιές…
…ως να στρίψει ο ώμος την πλάτη…
…ως η ματιά ν αγκιστρωθεί στο βλέμμα…
…ως το δάκρυ να στάξει σκουριά…
…ΩΣ ΟΙ ΜΝΗΜΕΣ ΝΑ ΜΗΝ ΓΙΝΟΥΝ ΠΟΤΕ ΠΑΡΕΛΘΟΝ», έτσι δεν είναι κ. Βαρβάρα;