Βρίσκεστε εδώ:Αρχική>>Πολιτισμός>>Ο μυστηριώδης θάνατος του Έντγκαρ Άλαν Πόε

the roots web banners 06

Ο μυστηριώδης θάνατος του Έντγκαρ Άλαν Πόε
03.10.2014 | 14:20

Ο μυστηριώδης θάνατος του Έντγκαρ Άλαν Πόε

Συντάκτρια:  Κυριακή Κατσάκη
Κατηγορία: Πολιτισμός

 

 

http://www.lifo.gr/team/sansimera/51841&p[images][0]=http://www.lifo.gr/icache/520/347/1/730002_PHO-09Oct07-180905.jpg&p[title]=%CE%9F%20%CE%BC%CF%85%CF%83%CF%84%CE%B7%CF%81%CE%B9%CF%8E%CE%B4%CE%B7%CF%82%20%CE%B8%CE%AC%CE%BD%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%82%20%CF%84%CE%BF%CF%85%20%CE%88%CE%BD%CF%84%CE%B3%CE%BA%CE%B1%CF%81%20%CE%86%CE%BB%CE%B1%CE%BD%20%CE%A0%CF%8C%CE%B5%20-%20%CE%A3%CE%91%CE%9D%20%CE%A3%CE%97%CE%9C%CE%95%CE%A1%CE%91%20-%20PLUS%20-%20%CE%98%CE%AD%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1%20-%20LiFO&p[summary]=%20%CE%A3%CE%B1%CE%BD%20%CF%83%CE%AE%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%B1%20%CF%84%CE%BF%CE%BD%20%CE%B2%CF%81%CE%AF%CF%83%CE%BA%CE%BF%CF%85%CE%BD%20%CF%83%CE%B5%20%CE%AC%CE%B8%CE%BB%CE%B9%CE%B1%20%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%AC%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%B7%20%CF%83%CE%B5%20%CE%B4%CF%81%CF%8C%CE%BC%CE%BF%20%CF%84%CE%B7%CF%82%20%CE%92%CE%B1%CE%BB%CF%84%CE%B9%CE%BC%CF%8C%CF%81%CE%B7%CF%82" target="_blank" "target="_blank">
Share αυτόν τον σύνδεσμο
Magnify Image
Ρεπλίκα στο Μουσείο Edgar Allan Poe

Ο σπουδαίος ποιητής και συγγραφέας με δυσκολία διατηρούσε τα λογικά του, ενώ κατά διαστήματα παραληρούσε. Αν και ο Poe ήταν πάντοτε κομψά ντυμένος με χειροποίητα κοστούμια, στις 3 Οκτωβρίου φορούσε φθηνά, σχεδόν  κουρελιασμένα ρούχα. Ο Δρ Snodgrass και ο θείος του Πόε, Henry Herring, φαντάστηκαν ότι ήταν μεθυσμένος  και αποφάσισαν να τον πάνε στο Washington College Hospital.

Ο Poe κατά τη διάρκεια των επόμενων 6 ημερών, βρισκόταν σε ένα ντελίριο, πατούσε δειλά στη συνείδησή του για λίγα δευτερόλεπτα κι αμέσως μετά χανόταν. Ο ίδιος δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει τι είχε συμβεί. Την νύχτα της 6ης Οκτώβρη, άρχισε να φωνάζει το όνομα "Reynolds," αλλά κανείς από όσους βρίσκονταν στο νοσοκομείο δεν γνώριζαν ποιον εννοούσε.

Τις πρώτες πρωινές ώρες της 7ης Οκτωβρίου, ο Poe ψέλλισε: «Κύριε βοήθα τη φτωχή μου ψυχή» και αμέσως μετά πέθανε. Δεν έγινε νεκροψία και ο Επίτροπος Υγείας, Δρ JFC Handel στη Βαλτιμόρη αρκέστηκε να υποδείξει ως αιτία θανάτου τη "συμφόρηση του εγκεφάλου".

Υπάρχουν πολλές θεωρίες σχετικά με τα γεγονότα γύρω από τον μυστηριώδη θάνατο του Poe. Το Μουσείο Poe απαριθμεί 15 διαφορετικές θεωρίες από το 1857 έως το 1999, οι οποίες συνηγορούν ότι ο Poe έπεσε θύμα επίθεσης, ότι ήταν μεθυσμένος ή ότι έπασχε από μια ασθένεια ή πάθηση.

Σύμφωνα με το "Poe Society", η πιο διαδεδομένη θεωρία θανάτου του βρίσκεται στην βιογραφία του εκδότη John R. Thompson το 1870. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη βιογραφία ο Poe βρέθηκε σε μια ταβέρνα, όπου είχαν στηθεί κάλπες για τις εκλογές, απήχθη από μια συμμορία με πολιτικό background και σε μια αίθουσα που ονομαζόταν «κοτέτσι» αναγκάστηκε να ψηφίσει επανειλημμένα, αφού προηγήθηκε ξυλοδαρμός και κατάποση (δια της βίας) λικέρ.

Οι απόψεις των ιστορικών διίστανται όσον αφορά το αν ο Poe ήταν μεθυσμένος όταν βρέθηκε στις 3 Οκωβρίου στο δρόμο. Ο Δρ Snodgrass υποστηρίζει ότι ο Πόε ήταν μεθυσμένος, μάλιστα γράφει το 1867 ότι ο Πόε ήταν "σε κατάσταση θηριώδους μέθης". Ο Δρ John J. Moran, ο οποίος ανέλαβε τη θεραπεία του Poe στο Washington College Hospital, είπε ότι δεν βρήκε ίχνος αλκοόλ στο αίμα του.

Ο Matthew Pearl, συγγραφέας του βιβλίου "Η σκιά του Poe" γράφει ότι ο Poe είχε όγκο στον εγκέφαλο. Ο Pearl βάσισε τα συμπεράσματά του στα αποτελέσματα της εκταφής του σώματος του Poe το 1875, τα οποία ανέφεραν ότι ο εγκέφαλος του ποιητή ήταν εντελώς άθικτος και ορατός.

Το 1996, οι γιατροί στο Πανεπιστήμιο του Maryland Medical Center καταλήγουν σε μία ακόμη θεωρία για το θάνατο του Poe. Τη λύσσα. Ο καρδιολόγος Δρ R. Michael Μπενίτεθ εντόπισε αρκετά συμπτώματα οτυ Poe που ήταν ίδια με αυτά της λύσσας: παραληρούσε, ήταν τρομαγμένος, έπεσε σε κώμα, εμφανίστηκε ήρεμος, στη συνέχεια παραληρούσε ξανά και έγινε επιθετικός.

http://www.lifo.gr/team/sansimera/51841&p[images][0]=http://www.lifo.gr/icache/520/822/1/730005_TheRavencover_Final.jpg&p[title]=%CE%9F%20%CE%BC%CF%85%CF%83%CF%84%CE%B7%CF%81%CE%B9%CF%8E%CE%B4%CE%B7%CF%82%20%CE%B8%CE%AC%CE%BD%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%82%20%CF%84%CE%BF%CF%85%20%CE%88%CE%BD%CF%84%CE%B3%CE%BA%CE%B1%CF%81%20%CE%86%CE%BB%CE%B1%CE%BD%20%CE%A0%CF%8C%CE%B5%20-%20%CE%A3%CE%91%CE%9D%20%CE%A3%CE%97%CE%9C%CE%95%CE%A1%CE%91%20-%20PLUS%20-%20%CE%98%CE%AD%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1%20-%20LiFO&p[summary]=%20%CE%A3%CE%B1%CE%BD%20%CF%83%CE%AE%CE%BC%CE%B5%CF%81%CE%B1%20%CF%84%CE%BF%CE%BD%20%CE%B2%CF%81%CE%AF%CF%83%CE%BA%CE%BF%CF%85%CE%BD%20%CF%83%CE%B5%20%CE%AC%CE%B8%CE%BB%CE%B9%CE%B1%20%CE%BA%CE%B1%CF%84%CE%AC%CF%83%CF%84%CE%B1%CF%83%CE%B7%20%CF%83%CE%B5%20%CE%B4%CF%81%CF%8C%CE%BC%CE%BF%20%CF%84%CE%B7%CF%82%20%CE%92%CE%B1%CE%BB%CF%84%CE%B9%CE%BC%CF%8C%CF%81%CE%B7%CF%82" target="_blank" "target="_blank">
Share αυτόν τον σύνδεσμο
Magnify Image
Το κοράκι

ΤΟ ΚΟΡΑΚΙ (Μετάφραση ποιήματος: Κώστας Ουράνης)

Κάποια φορά, μεσάνυχτα, ενώ εμελετούσα
κατάκοπος κι αδύναμος ένα παλιό βιβλίο
μιας επιστήμης άγνωστης, άκουσα ένα κρότο
σα να χτυπούσε σιγανά κανείς στη ξώπορτά μου.»
Κανένας ξένος «σκέφτηκα» οπού χτυπά τη πόρτα,
τούτο θα είναι μοναχά και όχι τίποτ' άλλο

Θυμάμαι ήταν στον ψυχρό και παγερό Δεκέμβρη
και κάθε λάμψη της φωτιάς σα φάντασμα φαινόταν.
Ποθούσα το ξημέρωμα, μάταια προσπαθούσα
να δώσει με παρηγορία στη λύπη το βιβλίο,
για τη γλυκιά Ελεονόρα μου, την όμορφη τη κόρη
όπως οι αγγέλοι τη καλούν, ενώ εδώ δεν έχει
για πάντα ούτε όνομα.

Και τ' αλαφρό μουρμουρητό που κάναν οι κουρτίνες
με άγγιζε, με γέμιζε με τρόμους φανταχτούς,
και για να πάψει τ' άγριο το χτύπημα η καρδιά μου
σηκώθηκα φωνάζοντας: «Θα είναι κάποιος ξένος
όπου ζητά να κοιμηθεί έδω στη κάμαρά μου
αυτό θα είναι μοναχά και περισσότερο όχι».

Τώρα μου φάνηκε η ψυχή πιο δυνατή για τούτο,
«Κύριε» είπα, «ή Κυρά, ζητώ να συγχωρείστε,
γιατί εγώ ενύσταζα κι ο κρότος ήταν λίγος,
ήσυχος, που δεν άκουσα εάν χτυπά η πόρτα
«κι άνοιξα στους αγέρηδες ορθάνοιχτη τη πόρτα
σκοτάδι ήταν γύρω μου και όχι τίποτ' άλλο.

Μες στο σκοτάδι στάθηκα ώρα πολλή μονάχος,
γεμάτος τρόμους κι όνειρα που πρώτη φορά τότε
η λυπημένη μου ψυχή στα βάθη της επήρε,
μα η σιγή ήταν άσωστη και το σκοτάδι μαύρο
κι «Ελεονόρα» μοναχά ακούγονταν η ηχώ
από τη λέξη που 'βγαινε απ' τα ανοιχτά μου χείλη.
Αυτό μονάχα ήτανε και όχι τίποτ' άλλο.

Γυρίζοντας στη κάμαρα με μια καρδιά όλο φλόγα,
άκουσα πάλι να χτυπούν πιο δυνατά από πρώτα.
«Σίγουρα κάποιος θα χτυπά από το παραθύρι,
ας πάω να δω κι ας λύσω πια ετούτο το μυστήριο,
ας ησυχάσει η μαύρη μου καρδιά και θα το λύσω,
θα είναι οι αγέρηδες και όχι τίποτ' άλλο.'

Άνοιξα το παράθυρο κι ένα κοράκι μαύρο
με σχήμα μεγαλόπρεπο στη κάμαρα μου μπήκε
και χωρίς διόλου να σταθεί ή ν' αμφιβάλλει λίγο
επήγε και εκάθισε στη πέτρινη Παλλάδα
απάνω από τη πόρτα μου, γιομάτο σοβαρότη.
Κουνήθηκεν, εκάθισε και όχι τίποτ' άλλο.

Το εβενόχρωμο πουλί που σοβαρό καθόταν
τη λυπημένη μου ψυχή έκανε να γελάσει.»
Χωρίς λοφίο, ρώτησα, «κι αν είν' η κεφαλή σου
δεν είσαι κάνας άνανδρος, αρχαϊκό κοράκι,
που κατοικείς στις πένθιμες ακρογιαλιές της Νύχτας;
Στ' όνομα της Πλουτωνικής της Νύχτας, τ' όνομά σου!»
Και το κοράκι απάντησε: «Ποτέ από 'δω και πια».

Ξεπλάγηκα σαν άκουσα το άχαρο πουλί
ν' ακούει τόσον εύκολα τα όσα το ρωτούσα
αν κι η μικρή απάντηση που μου 'δωσε δεν ήταν
καθόλου ικανοποιητική στα όσα του πρωτόπα,
γιατί ποτέ δεν έτυχε να δεις μες στη ζωή σου
ένα πουλί να κάθεται σε προτομή γλυμμένη
απάνω από τη πόρτα σου να λέει:
«Ποτέ πια».

Μα το Κοράκι από κει που ήταν καθισμένο
δεν είπε άλλη λέξη πια σα να 'ταν η ψυχή του
από τις λέξεις: «Ποτέ πια», γεμάτη από καιρό.
Ακίνητο καθότανε, χωρίς ένα φτερό του
να κινηθεί σαν άρχιζα να ψιθυρίζω αυτά:
«Τόσοι μου φίλοι φύγανε ως και αυτές οι Ελπίδες
κι όταν θε να 'ρθει το πρωί κι εσύ θε να μου φύγεις».
Μα το πουλί απάντησε: «Ποτέ από δω και πια».

Ετρόμαξα στη γρήγορη απάντηση που μου 'πε
πάντα εκεί ακίνητο στη προτομήν απάνω.
«Σίγουρα» σκέφτηκα, «αυτό που λέει και ξανα λέει
θα είναι ό, τι έμαθε από τον κύριό του
που αμείλικτη η καταστροφή θα του κοψ' το τραγούδι
που θα 'λεγεν ολημερίς και του 'καμε να λέει λυπητερά το
«Ποτέ πια» για τη χαμένη ελπίδα».

Μα η θέα του ξωτικού πουλιού μ' έφερε γέλιο
κι αρπάζοντας το κάθισμα εκάθισα μπροστά του
και βυθισμένος σ' όνειρα προσπάθησα να έβρω
τι λέει με τη φράση αυτή, το μαύρο το Κοράκι,
το άχαρο, τ' απαίσιο, ο τρόμος των ανθρώπων,
σαν έλεγε τις θλιβερές τις λέξεις:
«Ποτέ Πια!».

Κι έτσι ακίνητος βαθιά σε μαύρες σκέψεις μπήκα
χωρίς μια λέξη μοναχά να πω εις το Κοράκι
που τα όλο φλόγα μάτια του μες στη καρδιά με καίγαν.
Έτσι σκεφτόμουν έχοντας στο βελουδένιο μέρος
του παλαιού καθίσματος γερμένο το κεφάλι,
στο μέρος που το χάιδευαν η λάμψη της καντήλας,
εκεί όπου η αγάπη μου δε θ' ακουμπήσει
πια!

Τότε ο αγέρας φάνηκε σα να 'ταν μυρωμένος
από 'να θυμιατήριο αόρατο που αγγέλοι
και Σεραφείμ το κούναγαν και τ' αλαφρά τους πόδια
ακούγονταν στο μαλακό χαλί της κάμαράς μου.
«Ναυαγισμένε» φώναξα, «αναβολή σου στέλνει
με τους αγγέλους, ο Θεός και μαύρη λησμοσύνη
για τη χαμένη αγάπη σου την όμορφη Λεονόρα.
Πιες απ' το μαύρο το πιοτό της Λήθης και λησμόνα
εκείνην όπου χάθηκε «. Και το Κοράκι είπε:
«Ποτέ από δω και πια!».

Είπα: «Προφήτη των κακών, είτε πουλί είτε δαίμων
είτε του μαύρου πειρασμού αποσταλμένε συ
είτε στης άγριας θύελλας το μάνιασμα χαμένε,
αλλ' άφοβε, στον κόσμο αυτόπου κατοικεί ο Τρόμος,
πες μου με ειλικρίνεια, υπάρχει δω στον κόσμο
της λύπης κανά βάλσαμο που δίνει η Ιουδαία;
Πες μου!», μα κείνο απάντησε:
«Ποτέ από δω και πια!».

«Προφήτη», είπα, «δαίμονα, της Συφοράς πουλί,
Προφήτης όμως πάντοτε, στον Ουρανό σ' ορκίζω,
που απλώνεται από πάνω μας παρηγορήτρα αψίδα,
εις του Θεού το όνομα που οι δυο μας τον λατρεύουν,
πες μου αν στον Παράδεισο θε ν' αγκαλιάσω κείνη,
εκείνη που οι άγγελοι τη λεν Ελεονόρα»;
Και το κοράκι απάντησε:

«Ποτέ από δω και πια!».

» Ας γίν' η μαύρη φράση σου το σύνθημα να φύγεις»,
εφώναξα αγριωπός πηδώντας κει μπροστά του.
«Πήγαινε πάλι να χαθείς στην άγρια καταιγίδα
ή γύρνα στις ακρογιαλιές της Πλουτωνείου Νύχτας
ούτ' ένα μαύρο σου φτερό δε θέλω δω ν' αφήσεις
ενθύμηση της φράσης σου της ψεύτικης και πλάνας
βγάλ' απ' τη δόλια μου καρδιά το ράμφος που 'χεις μπήξει
και σύρε τη φανταστική μορφή σου στα σκοτάδια!»
Και το Κοράκι απάντησε:
«Ποτέ από δω και πια!».

Και το Κοράκι ακίνητο στη προτομή όλο μένει,
στης Αθηνάς τη προτομή απάνω από τη πόρτα
και τ' αγριωπά τα μάτια του σα του Διαβόλου μοιάζουν
όταν μονάχος σκέφτεται. Και το θαμπό λυχνάρι
ρίχνει σκιά στο πάτωμα σαν πέφτει στο Κοράκι.
Και η ψυχή μου ανήμπορη δε θα μπορέσει πια
να βγει απ' τον αμφίβολο τον κύκλο της Σκιάς
που φαίνεται στο πάτωμα.
Ποτέ από δω και πια!

Πηγή: Lifo.gr

 

 

 

 

 

Ακολουθήστε το limnosfm100.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Μοιραστείτε το