Γενικά, η μυρωδιά των παλιών βιβλίων οφείλεται στη διάσπαση χημικών ενώσεων που περιέχονται στο χαρτί. Το χαρτί περιέχει, μεταξύ άλλων χημικών ουσιών, κυτταρίνη και, σε μικρότερες ποσότητες, λιγνίνη – πολύ μικρότερες στα σύγχρονα βιβλία από ό,τι στα βιβλία που μετρούν πάνω από 100 χρόνια ζωής. Και οι δύο αυτές ουσίες προέρχονται από τα δέντρα από τα οποία παράγεται το χαρτί.
Το λεπτότερο χαρτί περιέχει πολύ λιγότερη λιγνίνη απ’ ό,τι, για παράδειγμα, το χαρτί των εφημερίδων. Στα δέντρα, η λιγνίνη βοηθάει στη συγκρότηση των ινών της κυτταρίνης, πράγμα που καθιστά το ξύλο σκληρό. Στη λιγνίνη επίσης οφείλεται το κιτρίνισμα του χαρτιού με την πάροδο του χρόνου, καθώς οι αντιδράσεις οξείδωσης τη διασπούν σε οξέα, τα οποία, με σειρά τους, βοηθούν στη διάσπαση της κυτταρίνης.
Η μυρωδιά των παλιών βιβλίων προέρχεται από αυτή τη χημική αποδόμηση. Παρόλο που το σημερινό υψηλής ποιότητας χαρτί υφίσταται χημική επεξεργασία για την απομάκρυνση της λιγνίνης, η διάσπαση της κυτταρίνης δεν αποτρέπεται (αν και ελαττώνεται καατά πολύ ο ρυθμός της) λόγω της παρουσίας οξέων στο περιβάλλον. Αυτές οι αντιδράσεις, οι οποίες γενικά αναφέρονται ως “όξινη υδρόλυση”, παράγουν ένα ευρύ φάσμα πτητικών οργανικών ενώσεων, πολλές από τα οποίες είναι πιθανόν να συμβάλλουν στη μυρωδιά των παλιών βιβλίων.
Η συμβολή ορισμένων ενώσεων είναι γνωστή: Η βενζαλδεΰδη προσθέτει μια οσμή σαν του αμυγδάλου. Η βανιλλίνη προσθέτει μια οσμή σαν της βανίλιας. Το αιθυλοβενζόλιο και το τολουόλιο προσδίδουν γλυκές οσμές. Η διαιθυλεανόλη δίνει μια ελαφριά οσμή λουλουδιών. Υπάρχουν και άλλες αλδεΰδες και αλκοόλες που παράγονται από τις αντιδράσεις αυτές, οι οποίες επίσης συμβάλλουν (αν και λιγότερο) στη δημιουργία της μυρωδιάς των παλιών βιβλίων.
Πηγή: open culture