Βρίσκεστε εδώ:Αρχική>>Πολιτισμός>>Επειδή δεν άντεχα να ζήσω φωναχτά

banner roots

Επειδή δεν άντεχα να ζήσω φωναχτά
11.12.2013 | 15:29

Επειδή δεν άντεχα να ζήσω φωναχτά

Συντάκτρια:  Κυριακή Κατσάκη
Κατηγορία: Πολιτισμός

Are you too deeply occupied to say if my verse is alive? (από επιστολή της Έμιλι Ντίκινσον[1])

Γεννημένη το 1830 στο Άμχερστ της Μασαχουσέτης από καλβινιστική οικογένεια της ανώτερης αστικής τάξης κι εξ αγωγής προσηλωμένη στο πουριτανικό ήθος της εποχής της, η ποιήτρια Έμιλι Ντίκινσον δεν εναρμονίστηκε με τον τότε κοινωνικό καθωσπρεπισμό.

Στη διαφοροποίησή της συνέβαλαν πολλοί παράγοντες: τα νεανικά διαβάσματά της του Σαίξπηρ και του Έμερσον[2], η οδυνηρή της εμπειρία του αμερικανικού Εμφυλίου και τα αντιρατσιστικά της αισθήματα, το έντονο ενδιαφέρον της για την –τότε επίκαιρη– εξερεύνηση των πολικών περιοχών, τέλος ο γενικότερος ενθουσιασμός της για την εξέλιξη, συνέβαλαν στη δόμηση μιας αντισυμβατικής προσωπικότητας: «Τα χέρια μου μόνο δυο – όχι τέσσερα, ή πέντε όπως έπρεπε να είναι – και τόσες πολλές ανάγκες – κι εγώ τόσο πολύ βολική – κι ο χρόνος μου τόσο ασήμαντος – και το γράψιμό μου τόσο περιττό».

Χειρίστηκε τον πεισιθάνατo στίχο ως μέσο διακωμώδησης του φόβου του θανάτου.

Από νωρίς η Ντίκινσον μορφώθηκε και γνώρισε τη θρησκευτική έξαρση στη μικρή της πόλη, αλλά γρήγορα εγκατέλειψε τη μεταφυσική στέγαση[3]. Απόδειξη το ότι, ενώ κάποια πρώιμα ποιήματά της αναφέρονται –ή και απευθύνονται– στον ίδιο τον Ιησού[4], το όψιμο έργο της την κατατάσσει στη χορεία δημιουργών όπως ο Ουίτμαν, ο Ουάλας Στίβενς, ο Ρόμπερτ Φροστ και η Τζορτζ Έλιοτ. Πολλοί –ίσως λόγω του θαυμασμού της για τον Ραλφ Ουάλντοου Έμερσον– τη θεωρούν «υπερβατολογική» ποιήτρια, ενώ άλλοι διαφωνούν κάθετα με τον χαρακτηρισμό. Η ακαδημαϊκός Σούζαν Γιούχας θεωρεί πως η Ντίκινσον αντίκρισε τον Νου και το Πνεύμα ως προσιτούς χώρους, και μάλιστα επέλεξε να «ζήσει» στα πλαίσια αυτών των «χώρων», που τους προσέδωσε συχνά τους χαρακτηρισμούς: «ανεξερεύνητη Ήπειρος», ή «τοπίο του Πνεύματος». Η ποίησή της υποδηλοί ισόβια λαγνεία προς την αρρώστια και τον θάνατο, με πολλαπλά είδη αναφοράς[5]. Εν τέλει, χειρίστηκε τον πεισιθάνατo στίχο ως μέσο διακωμώδησης του φόβου του θανάτου, καλλιεργώντας ιδιότυπο χιούμορ και περίτεχνο υπαινικτικό ύφος. Ως ανύπαντρη, δε, «καθώς πρέπει» κόρη, έμεινε επί πενήντα έξι ολόκληρα χρόνια, μέχρι τον θάνατό της, στην πατρική έπαυλη στο Άμχερστ, ταξίδεψε ελάχιστες φορές, πέρασε τις περισσότερες ώρες στην παιδική της κάμαρα κι έκανε παρέα με τα αδέλφια της, τα λουλούδια του θερμοκηπίου της[6] και τα κατοικίδια της οικογένειάς της.

office«Υψηλά τριγύρω μου έκτισαν τείχη»

Αποσυρόμενη όλο και περισσότερο από τον κόσμο η Ντίκινσον ξεκινά, το καλοκαίρι του 1858, ν’ αναθεωρεί παλαιότερα ποιήματά της και να καθαρογράφει τη δουλειά της σε τετράδια, θεσπίζοντας, τρόπον τινά, ένα τύπο «αυτοέκδοσης». Τα σαράντα αρχειακά τετράδια που φιλοτέχνησε μεταξύ 1858 και 1865 περιλαμβάνουν γύρω στα οκτακόσια ποιήματα εναλλασσόμενων ιαμβικών τετραμέτρων, τριμέτρων, διμέτρων και εξαμέτρων από το συνολικό corpus του έργου της. Κάθε στροφή μπαλάντας «σπάει» σε στίχους διαφορετικών μέτρων, με χρήση τετραμέτρου στον πρώτο και τρίτο στίχο, τριμέτρου για τον δεύτερο και τον τέταρτο, καθώς και ομοιοκαταληξία ανάμεσα στον δεύτερο και τέταρτο: αλλά κι αυτά με υψηλό βαθμό στιχουργικής ελευθερίας[7]. Σε δοκίμιο του 1915, η Ελίζαμπεθ Σάρτζεντ αποκάλεσε «τολμηρή» την έμπνευση της Ντίκινσον και την ίδια την αποκάλεσε «ένα σπάνιο λουλούδι της Νέας Αγγλίας». Πολλοί κριτικοί επαίνεσαν τον μόχθο της αλλά απέρριψαν την καινοτόμο, ως προς το μέτρο και την ομοιοκαταληξία, στιχουργική της[8].

Η Ντίκινσον προοιωνίσθηκε το κλίμα του επερχόμενου Μοντερνισμού...

Με την αλλόκοτη χρήση της στίξης[9], τις νοηματικά βαρύνουσες και σημασιολογικά δυσερμήνευτες λέξεις με τα κεφαλαία αρχικά, με το ιδεαλιστικά εξυφασμένο, γριφώδες, ελλειπτικό νόημα, με τη συνεχή «αποστροφή»[10] προς τον αναγνώστη, η Ντίκινσον προοιωνίσθηκε το κλίμα του επερχόμενου Μοντερνισμού[11]. Ήταν αναπόφευκτο, με όλα αυτά τα δεδομένα, οι μεταφραστικές απόπειρες των τριών κυριών που επιμελήθηκαν τη φροντισμένη έκδοση του Gutenberg να προσκρούσουν στην πείσμονα κρυπτικότητα ενός ποιητικού σύμπαντος που δύσκολα βρίσκει σύστοιχο του στην ελληνική ποίηση[12].

Μόνον επτά (ή, κατ’ άλλους, πέντε) από τα χίλια οκτακόσια ποιήματα της εργογραφίας της δημοσιεύθηκαν κατά τη διάρκεια της ζωής της, μάλλον δε εν αγνοία της. Μετά τον θάνατό της, το 1886, η νεώτερη αδελφή της Λαβίνια ανακάλυψε τα ποιήματα της Έμιλι[13]. Ο πρώτος της ποιητικός τόμος κυκλοφόρησε το 1890, τέσσερα χρόνια αργότερα, καθιερώνοντάς την ως μία από τις μεγαλύτερες ποιήτριες του αιώνα της. Το έργο της γενικά διακρίνεται σε τρεις περιόδους: 

Α. Στα προ του 1861 ποιήματα, κάπως πιο συμβατικά και συναισθηματικά φορτισμένα. Ο Τόμας Τζόνσον, που τα δημοσίευσε αργότερα, μπόρεσε να χρονολογήσει μόνο πέντε από τα προ του 1858 ποιήματά της. Η ελληνική έκδοση Επειδή δεν άντεχα να ζήσω φωναχτά του οίκου Gutenberg ανθολογεί και μεταφράζει δεκαέξι από αυτά.

Β. Στα μεταξύ 1861 και 1865 ποιήματα[14], αντιπροσωπευτικά της πιο δημιουργικής της περιόδου.[15] Η ελληνική έκδοση Gutenberg ανθολογεί και μεταφράζει τριάντα τέσσερα από τα ποιήματα της παραγωγικής αυτής περιόδου της ποιήτριας.

Γ. Στα μετά το 1866 ποιήματα, που συνιστούν το ένα τρίτο του έργου της[16]. Στην ελληνική έκδοση Gutenberg έχουμε, ανθολογημένα και μεταφρασμένα, πέντε ποιήματα αυτής της περιόδου, μαζί με τέσσερα αχρονολόγητα.

Εξήντα τρία ποιήματα επί συνόλω, σε μια «ριψοκίνδυνη και καταδικασμένη εκ των προτέρων», όπως τη χαρακτηρίζουν οι ίδιες οι μεταφράστριες, απόδοση στη Νέα Ελληνική[17].

Επιστολές προς τον έξω κόσμο

Οι επιστολές αποτελούσαν για την Ντίκινσον κλειδί επικοινωνίας με τους ομοτέχνους της.

Παρά το γεγονός ότι υιοθετούν τρέχουσες εκφράσεις της ελληνικής και συχνά –προφανώς μη έχοντας άλλην επιλογή– προσδίδουν φιλοσοφική φόρτιση σε λέξεις που εκ φύσεως είναι δυσμετάφραστες –ως προσιδιάζουσες στο λεξιλογικό «κλίμα» εκείνης της εποχής και στην αλλόκοτη ψυχική ιδιοσυστασία της μεγάλης δημιουργού[18]– οι κυρίες Λ. Σακελλίου, Α. Γρίβα και Φ. Μαντά κατορθώνουν –στο δεύτερο μέρος του καλαίσθητου τόμου– να συγκεντρώσουν ένα αξιόλογο απάνθισμα επιστολών, που μπορεί να γίνει σημείο αναφοράς ή, ακόμα καλύτερα, αφορμή για ενίσχυση της εν Ελλάδι ντικινσονιανής βιβλιογραφίας. Οι μελετήτριες παραθέτουν (η κυρία Μαντά μεταφράζει και σχολιάζει) επιστολές που αποκαλύπτουν σημαντικές πτυχές της τέχνης και της προσωπικότητάς της (όπως και τα ποιήματα, αντιστρόφως, φωτίζουν σημεία των επιστολών της). Οι επιστολές αποτελούσαν για την Ντίκινσον κλειδί επικοινωνίας με τους ομοτέχνους της και της έδιναν την ευκαιρία, όχι μόνο να επιλέξει τα πρόσωπα με τα οποία θα επικοινωνούσε αλλά και την persona που θα υιοθετούσε όταν τους έγραφε, προσαρμόζοντας στον αποδέκτη το ύφος, το λεξιλόγιο και την έκταση της κάθε επιστολής[19].

Κατά περιόδους, κάποια σκιώδης ανδρική παρουσία, επώνυμη ή μη, κυκλοφορεί στο γραμματολογικό περιβάλλον της εν λόγω επιστολογραφίας. Στα δεκαοκτώ της η Ντίκινσον σφραγίζεται από τη φιλία του –μεγαλύτερού της σε ηλικία– δικηγόρου Νιούτον, στον οποίο στο εξής θ’ αναφερόταν γραπτώς ως σε "Tutor", "Preceptor" ή "Μaster" και ο οποίος ήταν ο πρώτος που αναγνώρισε το ποιητικό της ταλέντο. Η απόφασή της να επικοινωνήσει με τον Χίγκινσον το 1862 σημαίνει πως η ποιήτρια είχε αρχίσει να σκέφτεται σοβαρά τη δημοσίευση του έργου της[20]. Στην πρώτη της έκδοση ο Χίγκινσον υποστήριξε τη νέα ποιήτρια, γράφοντας διθυρράμβους για την «εσωτερικότητά της»[21] και διατηρώντας επιφυλάξεις σχετικά με τον «ημιτελή χαρακτήρα του έργου της». Η Έμιλι θα λάβει σοβαρά υπ’ όψιν της τα ενθαρρυντικά του σχόλια, αποκαλώντας τον "Κύριε Χίγκινσον" ή "Αγαπητέ φίλε" και υπογράφοντας ως "η μαθήτριά σας". Καθοριστική είναι και η γνωριμία με τον Σάμιουελ Μπόουλς, προς τον οποίον πιθανότατα απευθύνονται οι γνωστές ως "Master Letters" τρεις επιστολές της. Γενικώς διακατεχόταν από αμφιθυμία σχετικά με τη σκοπιμότητα ή μη κάποιας δημοσίευσης: οι επιστολές της είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτικές σε ό,τι αφορά αυτό το ζήτημα.

Από το παράθυρο, ο κήπος και ο θάνατος

Ο ποιητικός της καμβάς αγκάλιασε ευρύ θεματολογικό φάσμα, καθιερώνοντας μια καλειδοσκοπική εξεικόνιση του κόσμου.

Αν και η ποιήτρια περιορίστηκε να ζει στα αστικά σαλόνια της πόλης της για ν’ αναδιπλωθεί, στο τέλος, στους τέσσερεις τοίχους του πατρικού της σπιτιού, ο ποιητικός της καμβάς αγκάλιασε ευρύ θεματολογικό φάσμα, καθιερώνοντας μια καλειδοσκοπική εξεικόνιση του κόσμου, μέσα από τις επάλληλες αλλοιώσεις ενός διαταραγμένου ψυχισμού. Η περίπτωσή της είναι ίσως η πιο διάτρανη απόδειξη του ότι το Σύμπαν φτιάχνεται μόνο από λέξεις: «Είχαμε δυό τυφώνες μέσα σε λίγες ώρες, ένας εκ των οποίων πλησίασε τόσο πολύ που μού έλυσε την ποδιά - μα αυτή τη στιγμή ο ήλιος λάμπει, οι κότες της Μάγκι τιτιβίζουν[22], κι ένας άντρας ανώνυμης ευστροφίας φτιάχνει ένα κήπο στο σοκάκι για να βάλει σε τάξη μοσχεύματα από γαλαζοπούλια. Η σελήνη ξεφυτρώνει από τους σπόρους… η ψιψίνα της Βίνι αποκοιμήθηκε στο γρασίδι την Τετάρτη -ένα Σικελικό σύμπτωμα[23]- τα πανιά είναι έτοιμα για το καλοκαίρι …»[24]

Λεγόταν, χαρακτηριστικά, πως η Ντίκινσον έγραφε «με τον ίδιο ζήλο με τον οποίο άλλες γυναίκες πλέκουν ή ράβουν». Το χάρισμά της με τις λέξεις και με την καλλιέργεια της εποχής της την έφερε στο κατώφλι μιας εποχής κατάλληλης για την παραγωγή μιας εκκεντρικής, διανοουμενίστικης ποίησης.[25]. Η άρση της στερεότυπης εικόνας της λευκοντυμένης βικτωριανής ποιήτριας[26] που έγραψε χίλια οκτακόσια άτιτλα ποιήματα αρνούμενη να δεχθεί οιονδήποτε στο σπίτι της και διατηρώντας τις φιλίες της μέσω αλληλογραφίας, καθίσταται δυσκολότερη από το γεγονός ότι δεν παντρεύτηκε ποτέ, πράγμα όχι και τόσο ασύνηθες σε μια κοινωνία με τόσο περιορισμένο ανδρικό πληθυσμό. Σε κάποια ποιήματά της μιλά για κάποιο «ράφι» που της αντιστοιχεί, ενώ γενικότερα υψώνει ένα «κάστρο» ανάμεσα στην καθημερινή ενασχόλησή της με την ποίηση και στο θαύμα του κόσμου που την περιβάλλει[27] .

Υπό τη σκοπιά της στιχουργικής, οι ποιητικές μέθοδοι της Έμιλι Ντίκινσον μπορούν να χαρακτηριστούν ως πρωτοποριακές, εφόσον κάνει χρήση ελλειπτικών φράσεων, το μέτρο ξεφεύγει, οι ρίμες δεν ομοιοκαταληκτούν πάντα, η παύλα δηλώνει συχνά την έμφαση κ.ο.κ[28]. H εκτεταμένη χρήση σημείων στίξεως και κεφαλαίων αρχικών γραμμάτων σε πολλές λέξεις παράγει ένα «ιδιοσυγκρασιακό» ύφος, που δικαιολογεί τους εξεζητημένους χαρακτηρισμούς που της αποδόθηκαν κατά καιρούς[29].

Ωστόσο, η ποιήτρια δεν άφησε κάποιο θεωρητικό κείμενο που να δικαιολογεί τις αισθητικές της επιλογές ή τις στιχουργικές της πρωτοβουλίες, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να ενταχθεί σε κάποια σχολή ή κάποιο λογοτεχνικό κίνημα και η μετάφραση των ποιημάτων της να συνιστά δύσκολο εγχείρημα. Το έργο της βρήκε πρόσφορο έδαφος στο μοντερνιστικό, καθώς και στο φεμινιστικό κίνημα[30] και την κατέστησε δημοφιλή στα νέα στρώματα αναγνωστών, έως ότου, στα μέσα της δεκαετίας του 1930, αναγνωρίστηκε ως πρωτοπόρο.

 

Ακολουθήστε το limnosfm100.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις.
Μοιραστείτε το

stenos400x400

 

youtube channel