Αστραποβολούσε από ομορφιά, γλιστρούσε σαν φως, τραγουδούσε μαγευτικά και σε καθήλωνε όσο μιλούσε, καθώς η φωνή της διατηρούσε τη μελωδικότητα μιας σβήνουσας νότας. Οι τέλειες γραμμές του προσώπου της καταλήγανε σ’ ένα μεγάλο και φωτεινό μέτωπο και στον πιο ωραίο, τον πιο εκφραστικό λαιμό. Τα χέρια της τελειώνανε σε ολόλευκα και ήρεμα μακριά δάχτυλα. Το βάδισμά της δεν τ’ άκουες. Δεν ήξερε το θόρυβο. Και τα χείλη της είχανε μια ανάγλυφη προέχταση, πάντα διψασμένη. Ένας παναισθησιακός τύπος, να τι ήταν η Μαρία Πολυδούρη…» γράφει η Λιλή Ζωγράφου.
Η Μαρία Πολυδούρη, «το πιο λεπτό άνθος με το πιο δυνατό άρωμα μέσα σ’ όλη τη νεοελληνική ποίηση» (όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο ποιητής Γιάννης Χονδρογιάννης), γεννήθηκε την 1η Απριλίου του 1902 στην Καλαμάτα, και πέθανε την 29η Απριλίου του 1930 στην Αθήνα.
Υπήρξε κόρη του φιλολόγου Ευγενίου Πολυδούρη και της Κυριακής Μαρκάτου.
Η Λιλή ζωγράφου (στο βιβλίο της «Καρυωτάκης – Πολυδούρη και η αρχή της αμφισβήτησης, Εκδόσεις «Γνώση», 1981, σ. 74) γράφει: «Όταν σχολούσε τ’ απογέματα – στο Γύθειο που έβγαλε το Δημοτικό – άφηνε τ’ άλλα παιδιά και ξεμάκραιναν. Έπαιρνε τότε την παραλία ολομόναχη, με τα μεγάλα εκείνα μάτια της εκστατικά, καρφωμένα στη δύση. Έτσι έφτανε πάντα στο σπίτι ανεξήγητα αργοπορημένη. Αν, περνώντας από κάποιο δρόμο, έφτανε στ’ αυτιά της κλάμα, πήγαινε με μαλακά βήματα κι ανατριχιασμένη όψη και χωνότανε σε μια γωνιά του χαροκαμένου σπιτιού. Σφιγμένη ολόκληρη μέσ’ στ’ αδύνατα μπράτσα της, άκουε με τις ώρες το μανιάτικο μοιρολόι. Με τις υπερευαίσθητες αισθήσεις της τεντωμένες, δεν έχανε καμιά έκφραση ή χειρονομία του αυτοσχέδιου αυτού χορού. Κι έφευγε, όταν τα δάχτυλά της δεν μπορούσαν πια, όσο κι αν έσφιγγαν τους ώμους της, να συγκρατήσουν το τρεμούλιασμά τους…».
Φοίτησε, επίσης, σε σχολείο των Φιλιατρών, ολοκλήρωσε δε τις γυμνασιακές της σπουδές στην Καλαμάτα.
Η Μαρία Πολυδούρη πρωτοεμφανίστηκε στα ελληνικά Γράμματα σε πολύ νεαρή ηλικία. «Θα ’ταν δεκατριώ χρόνων, όταν δημοσιεύτηκε το πρώτο της πεζοτράγουδο με τον τίτλο “Μάνα” σ’ ένα περιοδικό εργοχείρων. Τις ημέρες εκείνες, η θάλασσα είχε βγάλει το πτώμα ενός νέου. Η Μαρία δεν συγκλονίστηκε από τα νειάτα που χαθήκανε, μα από το σπαραγμό της μάνας του. Έτσι γράφτηκε το πρώτο εκείνο μελοδραματικό κομμάτι που έκαμε μεγάλη εντύπωση στο σχολειό της μικρής, αλλά και σ’ ολόκληρη την Καλαμάτα… Στα δεκαπέντε της χρόνια, μαζεύει τα ποιηματάκια της, τ’ αντιγράφει σ’ ένα δεμένο τετράδιο και φτιάχνει την πρώτη της συλλογή – “Οι Μαργαρίτες”. Ελάχιστα από τα ποιήματα αυτά διασωθήκανε από την ίδια. Αρκετά μεγαλύτερη, αντίγραψε ένα – δυο που θυμότανε σ’ ένα μικρό μπλοκ, που έχει κι όλα τ’ άλλα ανέκδοτα ποιήματα που ’γραψε μέχρι το 1929. Κανένα από τα ποιήματα αυτά δεν δημοσιεύτηκε όσο ζούσε, γιατί φαίνεται πως δεν την ικανοποιούσε η μορφή τους. Κάτι όμως την έδενε μαζί τους κι αισθανότανε την ανάγκη να τα διασώσει…» (Λ.Ζ., σσ. 75 – 76). Άφησε δύο ποιητικές συλλογές: 1) «Οι Τρίλλιες που σβήνουν» (1928) και 2) «Ηχώ στο Χάος» (1929).
Σε ηλικία δεκαέξι ετών (το 1918), διορίστηκε στην Νομαρχία Μεσσηνίας. Αξιοσημείωτο είναι το ότι, κατά το διάστημα εκείνο, η Μαρία Πολυδούρη εκδήλωσε ένα ιδιαίτερα ζωηρό ενδιαφέρον για το γυναικείο ζήτημα. «Αμύνομαι – έλεγε η ίδια – για όλες τις γυναίκες του κόσμου που ζούνε φυλακισμένες και με καταπιεσμένη προσωπικότητα. Η εποχή μου μού δημιουργεί μια τεράστια ευθύνη. Έχω να παλαίψω για τόσα πράγματα. Και δε θα το πετύχω φυσικά, κάνοντας τη δασκαλίτσα σε κάποιο ορεινό χωριουδάκι…».
Το 1920, σε διάστημα σαράντα μόνον ημερών έχασε και τους δύο γονείς της. Όμως, ποτέ δεν μπόρεσε να απαλλαγεί από τις τύψεις που την βασάνιζαν, επειδή είχε αφήσει άρρωστη την μητέρα της, η οποία τελικά πέθανε κατά το διάστημα της απουσίας της. Οι βασανιστικές αυτές τύψεις έγιναν αιτία να γράψει κάποιο ποίημα για κείνη:
Δε σ’ ένοιωσα πριν να σε χωριστώ
μα η θύμησή σου ακέρηα που μου μένει,
μου δείχνει εμένα, εκεί να εξιλαστώ
για πάντα θλιβερή μετανοιωμένη… (απόσπασμα).
Το 1921, μετατέθηκε από τη Νομαρχία Καλαμάτας στη Νομαρχία Αθηνών, η οποία θα την απογοητεύσει οικτρά: «Επήγα σήμερα στο γραφείο να αναλάβω υπηρεσία (…) Μου παρουσίασαν καμπόσους από τους και τας συναδέλφους. Τι έκπληξις! Παρ’ ολίγο θα γελούσα μπρος τους. Κάτι νέοι σκυθρωποί και ανάπηροι, ολίγοι γέροι με κακόβουλο ύφος. Κάτι δεσποινίδες σαλατολόγοι και υπερφίαλοι. Θεός φυλάξοι, μην είναι όλοι οι συνάδελφοι στον ίδιο τύπο! Ή θα αηδιάζω ή θα πεθαίνω στα γέλια βλέποντάς τους!» σημειώνει στο ημερολόγιό της. Παράλληλα, εγγράφηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, που – αντίθετα – της προξένησε, από την πρώτη κιόλας στιγμή, έναν έντονο ενθουσιασμό: «Να’ μαι και στο Πανεπιστήμιο, στην αίθουσα της Νομικής. Με μια ζωηρή συγκίνηση ανέβαινα ένα – ένα τα ιερά σκαλιά του. Δεν είχα πλέον την καταραμένη δειλία, μια υπερηφάνεια όγκωνε την ψυχή μου και ανύψωνε το πνεύμα μου…».
Έναν χρόνο αργότερα, γνωρίστηκε με τον συνάδελφο και ομότεχνό της Κώστα Καρυωτάκη. «Ύστερ’ απ’ όλους τους ψηλόλιγνους ιππότες η Μαρία αναδύεται αληθινή, πεντακάθαρη, ατόφια και ερωτεύεται τον κοντούλη, μισοκακόμοιρο, νευρασθενικό, το γερασμένο παιδάκι, Καρυωτάκη. Και δεν τον ερωτεύεται, βέβαια, σα λύση απόγνωσης. Η Μαρία είχε τόσους θαυμαστές, που έλεγαν πως η νεολαία είχε πάθει Πολυδουρίτιδα» (Λ.Ζ., σ. 90). Μεταξύ των δύο νέων αναπτύχθηκε ένας παράφορος έρωτας, ο οποίος, αν και δεν διήρκεσε πολύ, έπαιξε όμως έναν ιδιαίτερα καθοριστικό ρόλο τόσο στη ζωή όσο και στο έργο της ποιήτριας.
Το 1922, η Πολυδούρη ήταν 20 ετών και ο Καρυωτάκης 26, όταν συναντήθηκαν για πρώτη φορά. Τότε, εκείνη είχε δημοσιεύσει κάποια πρωτόλεια ποιήματα, ενώ εκείνος είχε εκδώσει δύο ποιητικές συλλογές του, τον «Πόνο των ανθρώπων και των πραγμάτων» (1919) και τα «Νηπενθή» (1921), έχοντας ήδη κατακτήσει την εκτίμηση αρκετών κριτικών και ομοτέχνων του.
«Μια από τις λίγες φορές που η Μαρία θα παρουσιαστεί στην υπηρεσία της, για να σώσει τα προσχήματα – τον Απρίλη του 22 – θα βρει καθισμένον στο απέναντι γραφείο τον Κωστή Καρυωτάκη. Αυτός ο νέος, που τίποτα δεν του αρέσει, θα συνεννοηθεί τέλεια μ’ αυτήν την άπληστη που τίποτα δεν την χορταίνει. Είναι κι οι δυο παιδιά της ίδιας γενιάς, …χωρίς όμως και να περπατούν στον ίδιο δρόμο… Αλλ’ όσο κι αν είναι οι δρόμοι τους διαφορετικοί, θα συναντηθούν στο σύνορο της Μοναξιάς…» (Λ.Ζ., σ. 93).
«Δυο ώρες μετά το μεσονύχτι. Το αίμα μου όλο ανεβασμένο στο κεφάλι μου κάνει να χτυπούν φριχτά οι φλέβες μου και να νοιώθω μια βουή (…) Τι λοιπόν; Είναι αυτό ίσως το πάθος που δεν εγνώρισα…» γράφει στο ημερολόγιό της, με ημερομηνία 27 Απριλίου 1922· λίγες μέρες αργότερα (3 Μαΐου) συμπληρώνει: «Τον αγαπώ, τον αγαπώ, καμμιά αμφιβολία πια! (…) Απελπισμένε μου ποιητή, θα σε αγαπήσω άραγε όσο θέλω ν’ αγαπήσω, όσο μου πρέπει;»· την επόμενη (4 Μαΐου - Μεσάνυχτα) συνεχίζει: «Γύρισα απ’ τον περίπατο μόλις τώρα… τελειώσαν πια όλα και οι δειλίες και οι φοβεροί πόνοι. Μ’ αγαπάει, τον αγαπώ…»
Λίγους μήνες αργότερα, το καλοκαίρι του 1922, ο Καρυωτάκης έμαθε ότι είχε προσβληθεί από σύφιλη, ένα νόσημα που την εποχή εκείνη ήταν ανίατο και, κυρίως, στιγματισμένο από την κοινωνία. Το ανακοίνωσε αμέσως στην αγαπημένη του Μαρία, ζητώντας της μάλιστα να χωρίσουν, εκείνη όμως όχι απλώς δεν αποδέχθηκε τον χωρισμό, αλλά – αντίθετα – πρότεινε στον Καρυωτάκη να παντρευτούν, χωρίς βέβαια να κάνουν παιδιά. Εκείνος, υπερήφανος να δεχθεί μια τέτοια θυσία, αρνήθηκε την πρόταση της Πολυδούρη, η οποία, αμφιβάλλοντας για την ειλικρίνεια του αγαπημένου της, σκέφθηκε ότι ήταν πολύ πιθανόν η ασθένειά του να αποτελούσε πρόσχημά του για να την εγκαταλείψει. Και, αναπόφευκτα, το νεαρό ζευγάρι οδηγήθηκε στον χωρισμό…
«Τότε όμως, το μοιραίο εκείνο βράδυ, θα τον αποχαιρετήσει ήρεμη, σαν όλη η αλλαγή που ήρθε στη ζωή τους να ’ταν κάτι πολύ απλό. Μόνο όταν θα πάει σπίτι της, θα εγκαταλειφτεί στην οδύνη της. Μια οδύνη χωρίς εκδηλώσεις, χωρίς ξεσπάσματα. Θα μείνει κλεισμένη σε μια σιωπηλή απελπισία, σαν κεραυνωμένη, με τα τεράστια μάτια της ακίνητα και στεγνά. Απόλυτη και άφοβη, όχι μόνο δε θα προσπαθήσει να ξεφύγει ή να λιγοστέψει τον πόνο της, αλλά θα του παραδοθεί να την φάει, να την σπαράξει, να την αφανίσει…» (Λ.Ζ., σσ. 99 – 100).
Την άνοιξη του 1923, η Μαρία προσβλήθηκε από αδενοπάθεια. Σε κάποιο μικρό σπίτι, στο Μαρούσι, όπου είχε εγκατασταθεί για έναν περίπου μήνα, ο Καρυωτάκης την επισκέφθηκε επανειλημμένα. Οι συζητήσεις τους ήταν πάντα αδιάκοπες, φλογερές και με πολλές συγκρούσεις. Το μοναδικό όμως θέμα, στο οποίο ποτέ δεν αναφέρθηκαν, ήταν ο έρωτάς τους. Ίσως επειδή ο καθένας τους αισθανόταν αξιολύπητος, περιφρονημένος και προδομένος από τον άλλον.
Από το 1923 μέχρι το 1926, η Πολυδούρη έχασε κυριολεκτικά τον έλεγχο και την ψυχραιμία της, στη δε σκέψη της κυριαρχούσε η ιδέα του θανάτου, αντιμαχόμενη μιαν ασίγαστη και ολόφωτη φλόγα για ζωή. Κατά την περίοδο αυτή, έχασε και τη θέση της στη Νομαρχία, περνούσε δε πραγματικά δύσκολες στιγμές, καθώς κάποια μαθήματα γαλλικών, που παρέδιδε, της απέδιδαν ελάχιστα μόνο χρήματα. Φοίτησε στη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, και μάλιστα εμφανίστηκε ως ηθοποιός σε μία παράσταση· καταλαβαίνοντας όμως ότι δεν θα μπορούσε ποτέ να διακριθεί για το υποκριτικό της ταλέντο, εγκατέλειψε το θέατρο, και αρραβωνιάστηκε με τον νεαρό, όμορφο και πλούσιο δικηγόρο Αριστοτέλη Γεωργίου, ο οποίος – μετά την ολοκλήρωση των σπουδών του – μόλις είχε επιστρέψει, εκείνη τη χρονιά (1924), από το Παρίσι. «Με τον καιρό, η Μαρία θα διαπιστώσει πως αγαπά, βέβαια, τον αρραβωνιαστικό της, αλλά δεν αισθάνεται κείνο το υπέροχο, το ανεπανάληπτο που την ένωσε με τον Καρυωτάκη. Και μήπως είχε ποτέ, σα σκοπό της ζωής της, το γάμο για το γάμο;» (Λ.Ζ., σ. 104). Ο Καρυωτάκης, όμως, κάθε άλλο παρά φιλικά αισθήματα ένιωθε πια για τη Μαρία· ο αρραβώνας της ήταν κάτι που ούτε περίμενε ούτε μπόρεσε ποτέ να της συγχωρήσει. Γι’ αυτό, οι τελευταίες φιλικές σχέσεις τους είχαν πια διακοπεί, και δεν αντάλλασσαν ούτ’ ένα χαιρετισμό…
Το καλοκαίρι του 1926, η Πολυδούρη έφυγε για το Παρίσι, έχοντας εγκαταλείψει τη σιγουριά μιας αληθινής αγάπης και μιας αποκατάστασης που θα της εξασφάλιζαν μιαν άνετη και ήσυχη ζωή. Μόλις έφθασε στο Παρίσι, όπου πήγε με το θαυμάσιο πρόσχημα (!) να σπουδάσει ραπτική, έγραψε στον αρραβωνιαστικό της, ντόμπρα και τίμια, πως δεν τον αγαπά τόσο, όσο χρειάζεται, για να στεριώσει κοντά του μια ζωή μ’ εμπιστοσύνη… Στο Παρίσι, που τόσο πολύ αγάπησε, η Πολυδούρη προσβλήθηκε από φυματίωση, που τα χρόνια εκείνα σήμαινε θάνατο…
Επέστρεψε στην Αθήνα, στις αρχές του 1928, και μπήκε στη «Σωτηρία», που της εξασφάλιζε στέγη και τροφή. Όμως, η ζωή στους θαλάμους της τρίτης θέσης ήταν κυριολεκτικά ανυπόφορη, γι’ αυτό και η Μαρία ζήτησε και τελικά το πέτυχε να τη μεταφέρουν σ’ ένα δωματιάκι, που προοριζόταν για τους μελλοθάνατους, κοντά στην είσοδο. Οι τοίχοι του μικρού αυτού δωματίου στολίστηκαν από την ίδια τη Μαρία με σκίτσα των αγαπημένων της ποιητών, και με μια μικρή, παλιά εικόνα της αποκαθήλωσης του Χριστού, ο οποίος αντιπροσώπευε για κείνη τον «μεγάλο ποιητή και ρομαντικό των αιώνων»…
Κάποιο πρωί ήρθε ο Καρυωτάκης να την επισκεφθεί. Δεν τον δέχθηκε στο μικρό, ζεστό της δωματιάκι, αλλά στο σαλόνι. «Στο θερμό σφίξιμο του χεριού, στο χαμόγελο, σ’ όλη την συγκρατημένη συγκίνησή του, ν’ αναγνώρισε η Μαρία τον αγαπημένο του παλιού καιρού; Πάντως ένα είναι σίγουρο. Πως στη μορφή του, που έφεγγε μια απέραντη επιείκεια για το άταχτο, το ατίθασο κι άπιστο αυτό κορίτσι, καθρεφτίστηκε και ο τρόμος για την αλλαγή της Μαρίας, για το ρουφηγμένο, σαν αποστεωμένο, πρόσωπό της. Και κείνης δεν της ξέφυγε φυσικά, αλλά δεν έδειξε πως το κατάλαβε. Αντίθετα τρομάζει, πως αυτή η επιείκεια και η χαρά, που ο ποιητής εκδηλώνει για το γυρισμό της, είναι συνέπεια κάποιου οίκτου. Και με την παγερή συμπεριφορά της, παίζει ακόμα για μια φορά την κωμωδία τής δυνατής κι αρνιέται τη συγγνώμη που ο Καρυωτάκης μ’ όλη του τη συμπεριφορά τής εκδηλώνει. Μια αιώνια παρεξήγηση, να τι θα μείνει πάντα ανάμεσά τους. Μια μοιραία αλυσίδα παρανοήσεων και παρεξηγήσεων που θα τους χωρίζει στις πιο δύσκολες στιγμές και ακριβώς όταν θα ’χουν περισσότερη ανάγκη ο ένας τον άλλον…» (Λ.Ζ., σ. 115 – 16).
Ο Καρυωτάκης, λίγο πριν φύγει από κοντά της, εκείνο το πρωινό, της πρόσφερε την τελευταία του συλλογή, «Ελεγεία και Σάτιρες», την οποία μάλιστα είχε σημαδέψει στη σελίδα 22, όπου υπήρχε το ποίημα «Ένα ξερό δαφνόφυλλο», που ο ποιητής είχε γράψει κατά την περίοδο του αρραβώνα της Μαρίας…
Ένα ξερό δαφνόφυλλο την ώρα αυτή θα πέσει,
το πρόσχημα του βίου σου, και θ’ απογυμνωθείς.
Με δέντρο δίχως φύλλωμα θα παρομοιωθείς,
που το χειμώνα απάντησε στου δρόμου εκεί τη μέση… (απόσπασμα).
Αμέσως μετά τη συνάντησή της αυτή με τον Καρυωτάκη, στη «Σωτηρία», η Πολυδούρη έγραψε ένα υπέροχο ποίημα, με τίτλο «Γυρισμός»:
Ήρθες! ήρθες! πλημμύρισε η χαρά μου
κ’ η λαχτάρα με σφίγγει να με πνίξη.... (απόσπασμα).
Η τελευταία μάλιστα στροφή του συγκεκριμένου ποιήματος θεωρείται από τις ωραιότερες που έχει γράψει η ποιήτρια:
Τώρα πια όπως άλλοτε, δε θέλω
εύοσμα άνθη απ’ τα νεανικά σου χέρια.
Είμαι σεμνή. Με κάθαρεν η αγάπη
απ’ τα στολίδια, δες, μ’ έγδυσε πλέρια.
Κι όμως, γι’ αυτό το παραλήρημα της χαράς της, ο Καρυωτάκης δεν έμαθε ποτέ το παραμικρό. Αντίθετα, στην ψυχή του ποιητή, ο οποίος μετά από λίγες μέρες πήγε, με μετάθεση, στην Πρέβεζα, θα παραμείνει μια βαθιά πίκρα από εκείνη την τελευταία συνάντησή του με την Μαρία…
Η Πολυδούρη «τρεμάμενη, με τα μάτια διεσταλμένα, κουλουριαζότανε τις νύχτες ριγώντας, με τις αισθήσεις της τεντωμένες και σφίγγοντας τα μπράτσα της γύρω από τους ώμους της, ακριβώς όπως έκανε μικρή, ακούγοντας το μανιάτικο μοιρολόι. Σαν το ζώο που ψυχανεμίζεται τη θύελλα, περίμενε αγριεμένη, με τ’ αυτιά τεντωμένα, ώσπου ακούστηκε η πιστολιά.
Ένα πρωί, σε μια κάρυνη θήκη
τον βρήκανε νεκρό μ’ ένα σημάδι
στον κρόταφο…
Μόνο ένας τόσο λιτός κι απέριττος στίχος, γεμάτος σεβασμό, μπορούσε να σημαδέψει τη φοβερή στιγμή. Επί τέλους!
Τα συσπασμένα δάχτυλα χαλαρώσανε και γλιστρήσανε, μαζί μ’ ολόκληρο το κορμί της, στην εγκατάλειψη του θανάτου. Οι άνθρωποι, κι οι πιο στενοί φίλοι, θα της φανούν μονομιάς ανυπόφοροι. Κανείς δεν είναι άξιος ν’ αντικρίσει τον πόνο της, που, αν τον απλώσει, θα σκεπάσει με το πένθος του τη γη. Ζηλότυπα, θα κλειστεί σε κείνο το δωματιάκι – νεκροθάλαμο, και δε θα δεχτεί για καιρό κανέναν. Αδρανώντας, ακινητούσε αναγκαστικά όλη τη ζωή. Μοίρασε όλα τα βιβλία της, ξέσκισε όσα χειρόγραφα ή σημειώσεις είχε κοντά της, αρνούμενη και βέβαιη πως δεν θα ξαναγράψει. Δεν της χρειάζεται πια τίποτε και κανένας…» (Λ.Ζ., σσ. 117 – 18).
Ο Κώστας Παπαδάκης, ο Γιάννης Χονδρογιάννης και η Λιλή Ζωγράφου αποδέχονται την εκδοχή πως η Μαρία Πολυδούρη αυτοκτόνησε με ενέσεις μορφίνης.
Η Λιλή Ζωγράφου υποστηρίζει πως «… κάποιος μεσολάβησε, για να διευκολύνει την αυτοκτονία της Πολυδούρη. Τ’ όνομά του δε θα το μάθουμε ποτέ. Ούτε και χρειάζεται. Εξάλλου δεν ζει πια ούτ’ αυτός. Εκτός από την αδελφή της Βιργινία, που μου το ομολόγησε, και ο πολύ ερωτευμένος με τη Μαρία Κώστας Παπαδάκης έγραψε κάποτε στον Χονδρογιάννη πως ήταν βέβαιος πως η Μαρία πήρε κάποιο δηλητήριο. Δεν ήταν δηλητήριο, αλλά μορφίνη. Και η μορφίνη μπορεί να προκαλέσει το θάνατο σε προχωρημένη φυματίωση».
«… στις 28 του Απρίλη, η Μαρία, με φωνή που μόλις ακουότανε από τη βραχνάδα, αποχαιρέτησε την αδελφή της Βιργινία, όπως κάθε βράδυ. Κοντά της έμεινε ο πιστός κι αφοσιωμένος φίλος με το πρόσχημα πως θα της κρατούσε για λίγο ακόμη συντροφιά. Από καιρό είχαν συνεννοηθεί οι δυο τους. Πως όταν θα ’φτανε το τέλος, που θα ’ταν οδυνηρό και βασανιστικό, εκείνος δε θα την άφηνε να υποφέρει. “Με το να το παρατείνουμε” του ’χε πει, “το ξέρεις καλά πως δε θα εμποδίσουμε το θάνατο. Μόνον εσύ, που μ’ αγαπάς τόσο, θα καταλάβεις πόσο θα με ανακουφίσεις, όταν θα αισθανθώ πως η προθεσμία έληξε”. Και του ’δειξε τις ενέσεις μορφίνης που φύλαγε στο βάθος του συρταριού. Ο Α. της το υποσχέθηκε, χωρίς να πιστεύει ίσως πως θα ’ρχόταν πράγματι εκείνη η ώρα κάποτε. Και να που έφτασε, η νύχτα της 28 του Απρίλη. Ο Α. δεν ήταν διανοούμενος ούτε και είχε κανένα δεσμό μαζί της. Έτρεφε γι’ αυτήν ένα βουβό πάθος, που η Μαρία γνώριζε και ανεχόταν, γιατί δεν την ενοχλούσε ποτέ. “Κρίμα”, του είπε, μόλις έγιναν οι ενέσεις. “Θα ’θελα τόσο να σου ανταποδώσω τη μεγάλη αγάπη σου. Μα ήμουνα εγωίστρια, όσο ένιωθα γερή”.
Με το χέρι της μέσ’ στο δικό του αποκοιμήθηκε. Ο Α. ακίνητος δίπλα της ρουφούσε την κάθε της ανάσα, ώσπου ο ύπνος της γίνηκε θάνατος. Χάραζε μόλις, σαν χτύπησε την πόρτα της αδελφής της Βιργινίας. Της τα ξομολογήθηκε όλα. “Δεν μπορούσα”, της είπε “να της αρνηθώ τίποτα, ούτε και να τη σκοτώσω”» (Λ.Ζ., σσ. 143 – 44).
Θα πεθάνω μιαν αυγούλα μελαγχολική τ’ Απρίλη
είναι ο πρώτος στίχος ενός ποιήματος της Πολυδούρη με τίτλο «Σαν πεθάνω», που ανήκει στη συλλογή «Οι τρίλλιες που σβήνουν» (1928).
Και πράγματι η μεγάλη ποιήτρια άφησε την τελευταία της πνοή στην Κλινική Χριστομάνου, τα ξημερώματα της 29ης Απριλίου του 1930, σε ηλικία μόλις 28 ετών.
Ο Άγγελος Τερζάκης («Ο ματωμένος λυρισμός» - Εφημερίδα «Το βήμα», 19 Απριλίου 1961) γράφει για την κηδεία της Πολυδούρη: «… Ακολουθήσαμε το δρόμο για τον τάφο λιγοστοί πάντα, μια κηδεία σχεδόν οικογενειακή, όπου εμείς, οι νέοι οι ολότελα ξένοι στην οικογένεια, είχαμε το αίσθημα πως κηδεύουμε κάποιον, που, κρυφά, ανήκει μόνο σ’ εμάς. Είναι κάτι, που δεν μοιάζει με τίποτα, το πένθος αυτό των νέων για τους νέους. Σα να ξέρουν αυτοί κάτι, ένα μυστικό, κάποιο σύνθημα, που τους δένει μεταξύ τους. Οι μεγάλοι δεν το υποψιάζονται. Είναι ανίκανοι να το νιώσουν. Σκέφτονται συμβατικά, τυπικά και καθιερωμένα. Εμείς, την ώρα εκείνη που πορευόταν προς τον τάφο το λείψανο της Μαρίας Πολυδούρη, ακούγαμε σκοτεινά μέσα μας ν’ ανακρούεται το επικό εμβατήριο μιας εποχής».
Και η Λιλή Ζωγράφου («Καρυωτάκης – Πολυδούρη και η αρχή της αμφισβήτησης, Εκδόσεις «Γνώση», 1981, σ. 71) γράφει αυτά τα συγκλονιστικά λόγια: «Η Μαρία δραπετεύει από παντού. Από το σπίτι της, από τον έρωτα, από τη δουλειά της, από την Ελλάδα, από τα νοσοκομεία, από την παραδοσιακή ποίηση κι από την ίδια τη ζωή. Υπερτιμά τις δυνάμεις της, γιατί δεν τις διαχωρίζει από τις ανησυχίες της, που ’ναι ακατάλυτες. Ενώ η ίδια αισθάνεται πως ζει πολύ σοβαρά και με πάθος, εμείς, παρακολουθώντας τη ζωή της, έχομε την εντύπωση ότι παίζει, διασκεδάζει, βαριέται και φεύγει. Μα έτσι ή αλλιώς ζει όμορφα. Γιατί η ζωή της Πολυδούρη έχει τον ίδιο λυρισμό και το ίδιο πάθος που έχει και η ποίησή της. Και η ποίησή της πάλι έχει τη σφραγίδα της ανυποταξίας ή, αν θέλετε, της αναρχικότητας που ’χει η ζωή της. Και δραπετεύει από τη ζωή με την ίδια γενναιότητα που ζει».
«… Ήμουν ένα παιδί άμυαλο, μπορώ να το παραδέχομαι, αλλά και ποιο παιδί δεν είναι άμυαλο; Ένα παιδί είμαι ακόμη! Ένα παιδί που γράφει σε σας, τους άγνωστούς του φίλους, για να τους πει: να μείνετε πάντα παιδιά κι αν είναι δυνατόν άμυαλα παιδιά. Να ζήσετε τη ζωή σας με τρέλα, να ζήσετε παράλογα, να σκοτώσετε τη λογική που ’ναι ο φονιάς της χαράς και της ζωής, να τολμήσετε να κάνετε τα δύσκολα, τα μεγάλα, τα σημαντικά, ν’ ακολουθήσετε τα δύσβατα μονοπάτια, ν’ αφήσετε να θρονιαστεί στην καρδιά σας για πάντα η άνοιξη και το χαμόγελο στα χείλη, ν’ αγαπήσετε με πάθος και να καείτε από τη φλόγα της αγάπης σας, να κάνετε τον πόνο, τη χαρά, την κάθε στιγμή τραγούδι…»
Με αγάπη
Μαρία Πολυδούρη
(Απόσπασμα από «Μια Επιστολή» - «Αυτό είναι το γράμμα μου στον κόσμο που ποτέ δεν έγραψε σε μένα…»
Πηγή: palmografos.com