Ερευνητές του Ινστιτούτου Ψυχιατρικής Max Planck στο Μόναχο αναφέρουν στο Nature Neuroscience ότι ορισμένοι άνθρωποι είναι γενετικά προδιατεθειμένοι να εμφανίσουν μόνιμη διαταραχή των ορμονών του στρες αν υποστούν κακοποίηση σε παιδική ηλικια.
Τα ψυχικά τραύματα, έδειξε η μελέτη, αλλάζουν τα μοτίβα μεθυλίωσης του DNA, τα οποία ρυθμίζουν το πόσο έντονα λειτουργούν τα γονίδια. Η προσθήκη και η απομάκρυνση μεθυλομάδων (-CH3) από τα γονίδια ονομάζεται «επιγενετική» αλλαγή, σε αντιδιαστολή με τις γενετικές αλλαγές που αφορούν την ίδια την πληροφορία που περιέχουν τα γονίδια.
Συγκεκριμένα, το στρες που προκαλεί η κακοποίηση στην παιδική ηλικία φαίνεται ότι προκαλεί την απομάκρυνση μιας μεθυλομάδας από το γονίδιο FKBP5, το οποίο πιστεύεται ότι βοηθά στη ρύθμιση των ορμονών του στρες.
Προηγούμενες μελέτες είχαν συνδέσει το FKB5 με τον κίνδυνο εμφάνισης κατάθλιψης, διαταραχών άγχους και μετατραυματική διαταραχή, ιδιαίτερα σε περιπτώσεις ανθρώπων που είχαν υποστεί ψυχικά τραύματα σε παιδική ηλικία.
Στη νέα μελέτη, η Δρ Ελίζαμπεθ Μπάιντερ και οι συνεργάτες της εξέτασαν 2.000 Αφροαμερικανούς που είχαν υποστεί σοβαρά και πολλαπλά ψυχικά τραύματα είτε ως παιδιά είτε ως ενήλικες. Το ένα τρίτο των εθελοντών της μελέτης είχε εμφανίσει μετατραυματική διαταραχή, μια κατάσταση ακραίου άγχους που εμφανίζεται συχνά έπειτα από τραυματικές καταστάσεις όπως ο πόλεμος.
Οι εργαστηριακές εξετάσεις έδειξαν ότι η πιθανότητα να είχε εμφανίσει μετατραυματική διαταραχή ένας οποιοσδήποτε εθελοντής αυξάνεται ανάλογα με τη σοβαρότητα των τραυματικών εμπειριών, μόνο όμως στην περίπτωση που ο εθελοντής αυτός είναι φορέας μιας συγκεκριμένης ποικιλίας του FKB5.
Επιπλέον, απομεθυλίωση του FKB5 διαπιστώθηκε μόνο σε όσους είχαν πέσει θύματα κακοποίησης στην παιδική ηλικία και όχι ως ενήλικες.
Το συμπέρασμα είναι ότι η αύξηση των επιπέδων των ορμονών του στρες που προκαλεί στα παιδιά η κακοποίηση οδηγεί σε επιγενετικές αλλαγές, όπως είχαν δείξει και προηγούμενες μελέτες. Με τη σειρά τους, οι επιγενετικές αλλαγές προκαλούν μόνιμες αλλαγές στο σύστημα των ορμονών του στρες και αυξάνουν έτσι τον κίνδυνο διαταραχών που συνδέονται με το άγχος.
Αυτό όμως συμβαίνει μόνο σε γενετικά προδιατεθειμένα παιδιά (αυτά που φέρουν τη συγκεκριμένη ποικιλία του FKBP5) και επομένως η αύξηση του κινδύνου ψυχικών διαταραχών προκύπτει από την αλληλεπίδραση γονιδίων και περιβάλλοντος.
Όπως σχολιάζει ο Δρ Τόρστεν Κλένγκελ του Ινστιτούτου Max Planck, «το στοιχείο-κλειδί για τα θύματα παιδικής κακοποίησης είναι ότι οι επιγενετικές αλλαγές που προκαλούνται από το στρες μπορούν να συμβούν μόνο αν το DNA έχει μια συγκεκριμένη αλληλουχία».